προεκβάλλω

From LSJ
Revision as of 16:18, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

ὦ Θάνατε Θάνατε, νῦν μ' ἐπίσκεψαι μολών → o Death, Death, come now and lay your eyes on me | o death death, come now and look upon me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεκβάλλω Medium diacritics: προεκβάλλω Low diacritics: προεκβάλλω Capitals: ΠΡΟΕΚΒΑΛΛΩ
Transliteration A: proekbállō Transliteration B: proekballō Transliteration C: proekvallo Beta Code: proekba/llw

English (LSJ)

   A throw out, eject before, Arist.HA605a7; squeeze out first, ἰκμάδα Dsc.5.87.    II Astrol., calculate first, τὸν τῆς τύχης κλῆρον Cat.Cod.Astr.1.167.

German (Pape)

[Seite 718] (s. βάλλω), vorher herauswerfen, Arist. H. A. 8, 24 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προεκβάλλω: ἐκβάλλω πρότερον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24. 10.

Greek Monolingual

ΝΑ
νεοελλ.
1. προεκτείνω, προβάλλω
2. (αμτβ.) προεκτείνομαι, προεξέχω
αρχ.
1. εκβάλλω, ρίχνω έξω κάτι προηγουμένως («τὸ καλούμενον πώλιον αἱ ἵπποι προεκβάλλουσι πρὸ τοῦ πώλου», Αριστοτ.)
2. εξάγω κάτι από κάτι άλλο, αφού το συνθλίψω («προεκβάλλειν ἰκμάδα», Διοσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐκβάλλω «εκτείνω, εξάγω βίαια, πετώ έξω»].

Russian (Dvoretsky)

προεκβάλλω: выбрасывать вперед, извергать из себя (π. τι πρό τινος Arst.).