ἐπανάστασις
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
English (LSJ)
εως, ἡ,
A rising up to go to stool: hence in pl., concrete, stools, Hp.Prorrh. 1.146. 2 rising up again, D.S.18.31. 3 rising up against, insurrection, Hdt.3.44,118, Th.2.27, etc.; ἐγένετο ἡ ἐν Σάμῳ ἐ. ὑπὸ τοῦ δήμου τοῖς δυνατοῖς Id.8.21; ἐ. μέρους τινὸς τῷ ὅλῳ τῆς ψυχῆς Pl.R.444b; παθῶν Hierocl.inCA1p.418M.; opp. ἀπόστασις, D.H. 3.8, Sch.Th.3.39. b concrete, ἐπαναστάσεις θρόνων rebellions (i.e. rebels) against the throne, S.Ant.533. II rising up, swelling, Hp.Coac.216; prominent growth, Thphr.HP3.7.4; prominence on the head, Arist.HA500a5; φλυκταινῶν Dsc.Ther.9, cf. Sor.2.18, Antyll. ap. Orib.8.17.2. III metaph., rise in rhetorical tone, Demetr.Eloc.278.
German (Pape)
[Seite 901] ἡ, 1) der Aufstand, Aufruhr gegen Jem.; Her. 3, 119; Thuc. 2, 27 u. öfter; ὑπὸ τοῦ δήμου τοῖς δυνατοῖς 8, 21; Plat. Rep. IV, 444 b u. Folgde; Umsturz, Zerstörung, θρόνων Soph. Ant. 533. – 2) das Wiederaufstehen, D. Sic. 18, 31; Hervorbrechen, τῶν φλυκταινῶν Diosc.; Erhebung, Erhabenheit, λόγου Dem. Phal. 278.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπανάστασις: -εως, ἡ, ἐξανάστασις, τὸ ἐξανίστασθαι πρὸς κένωσιν, αἱ πυκναὶ καὶ κατὰ μικρὰ ἐπαναστάσεις Ἱππ. Προρρ. 80. 11· ἡ ἐκ νέου ἔγερσις, Διόδ. 18. 31. 2) ἐπανάστασις, ἐξέγερσις, ὡς καὶ νῦν, Ἡρόδ. 3. 44, 118, Θουκ. 2. 27, κτλ.· ἐγένετο ἐπ. ὑπὸ τοῦ δήμου τοῖς δυνατοῖς ὁ αὐτὸς 8. 21· ἐπ. μέρους τινὸς τῷ ὅλῳ τῆς ψυχῆς Πλάτ. Πολ. 444Β· (ἐπανάστασις καὶ ἀπόστασις διαφέρει· «ἀπόστασίς ἐστιν, ὅταν τινὲς κακῶς πάσχοντες ἀποστῶσιν· ἐπανάστασις δὲ ὅταν τινὲς τιμώμενοι καὶ μηδὲν ἀδικούμενοι στασιάσωσι καὶ ἐχθρεύσωσι τοῖς μηδὲν ἀδικήσασιν» Σχόλ. Θουκ. 3. 39, πρβλ. καὶ Βεκκήρου Ἀνέκδ. 435. 26.)· ― ἐν Σοφ. Ἀντιγ. 533, τὸ ἀφῃρημένον ἐπανάστασις κεῖται ἀντὶ τοῦ ἐπαναστάτης, οὐδ’ ἐμάνθανον τρέφων δύ’ ἄτα κἀπαναστάσεις θρόνων. ΙΙ. οἴδημα, πρήξιμον, Ἱππ. 154D· ὄφεις ἔχοντες ἐπανάστασιν, ἐξεστηκός τι, ἐξέχον τι ἐπὶ τῆς κεφαλῆς, περὶ τῶν περὶ τὰς Θήβας τῆς Αἰγύπτου ὄφεων, περὶ ὧν ἐλέγετο ὅτι εἶχόν τι ἐξέχον ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ἐν εἴδει κέρατος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 36. ΙΙΙ. μεταφ., ἐπ. λόγου, ὕψος, Λατ. oratio assurgens, Δημήτρ. Φαληρ. 278.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de s’élever contre, soulèvement, révolte ; ἐπανάστασις θρόνων SOPH rebelles qui s’insurgent contre le trône, sel. d’autres, au sens Act. renversement des trônes.
Étymologie: ἐπανίστημι.
Greek Monotonic
ἐπανάστᾰσις: -εως, ἡ, επανάσταση, εξέγερση, σε Ηρόδ., Θουκ.· ἐπαναστάσεις θρόνων, εξεγέρσεις, ανταρσίες, επαναστάσεις κατά του θρόνου, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπανάστᾰσις: εως ἡ
1) вставание (ἐ. χαλεπῶς γενομένη Diod.);
2) восстание Her., Plat., Arst., Plut.: ἐ. τινι Thuc., Plat. восстание против кого-л.; ἐπαναστάσεις θρόνων Soph. восстания против царской власти;
3) выступ, шишка (на голове) (ὄφεις ἔχοντες ἐπανάστασιν Arst.).
Middle Liddell
ἐπ-ανάστᾰσις, εως
a rising up against, an insurrection, Hdt., Thuc.; ἐπαναστάσεις θρόνων rebellions (i. e. rebels) against the throne, Soph.