διελέγχω

From LSJ
Revision as of 15:45, 2 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Pass., [[to be" to "Pass., to [[be")

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διελέγχω Medium diacritics: διελέγχω Low diacritics: διελέγχω Capitals: ΔΙΕΛΕΓΧΩ
Transliteration A: dielénchō Transliteration B: dielenchō Transliteration C: dielegcho Beta Code: diele/gxw

English (LSJ)

   A refute, Pl.Grg.457e, Arist.Fr.94, Plb.7.3.3, Luc.Prom. 6, etc.    II convict, expose, Ph.1.265, al., Plu.2.437b, PLips.40iii23 (iv A. D.):—Pass., Philostr.Jun.Im.1, BGU321.14 (iii A. D.).    III prove, try, Philostr.Gym.17; investigate, Jul.Or.3.118b:—Pass., πάντα δ. φωτί Ph.2.345.    IV Med. or Pass., dispute, LXX Is.1.18, Mi.6.2.    2 Pass., to be distinguished, Phlp. in Mete.128.30.

German (Pape)

[Seite 619] (s. ἐλέγχω), ganz widerlegen, Plat Gorg. 457 e u. Folgde, z. B. Pol. 7, 3, 3. – Med., mit einander rechten, μετά τινος, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

διελέγχω: ἐντελῶς ἐλέγχω, ἀνασκευάζω, ἀναιρῶ, Πλάτ. Γοργ. 457Ε, Ἀριστ. Ἀποσπ. 85.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
1 réfuter à fond, acc.;
2 convaincre, démontrer.
Étymologie: διά, ἐλέγχω.

Spanish (DGE)

A tr.
I poner a prueba, someter a examen o interrogatorio ἐκ τούτου δ. ... τὴν εὐγένειαν Arist.Fr.94, τούτους ... δ., εἴ τι τυγχάνουσι ψευδόμενοι Plb.7.3.3, τὴν δ' αἶγα δ. τὸ ψυχρὸν ὕδωρ (creen) que el agua fría pone a prueba a la cabra Plu.2.437b, τὸν γυμναστὴν ... εἰ καρτερεῖν οἶδε καὶ θέρεσθαι Philostr.Gym.17, en v. pas. φωτὸς συνεργοῦντος, ᾧ πάντα αὐγάζεταί τε καὶ διελέγχεται gracias a la luz, que ilumina y sondea todas las cosas Ph.2.345
abs. hacer una investigación antes de dar por buena una acusación engañosa, Iul.Or.2.118b.
II c. resultado neg.
1 refutar con argumentos σε Pl.Grg.457e, οὐδέ ἐστι τὸ δυνάμενον αὐτὰς (τὰς αἰσθήσεις) δ. Epicur.[1] 31, πάσας αἱρέσεις Vett.Val.288.24, ταῦτα ... ὡς ψευδῆ διελεγξάτω Gr.Nyss.Eun.3.2.97, en v. pas. ταῦτα δὲ πάντα διελεγχθήσεσθαι νομίζω σαφῶς I.Ap.2.149
abs. hacer una refutación, ejercer el derecho de réplica εἰ ... ἔξαρνος εἶ μὴ εἰργάσθαι αὐτά, δεήσει ... δ. Luc.Prom.6, cf. Pisc.29.
2 poner en evidencia, denunciar, desenmascarar τὴν ἀτοπίαν καὶ περιεργίαν Plu.2.663c, αὐτόν Luc.Alex.44, τὴν φιλόνεικον αὐτῶν δυσμένειαν Hsch.H.Hom.6.6.22, τὸ ἀλαζονικὸν αὐτῶν ... φρόνημα Thdt.Is.6.293, τῶν εἰδώλων τὸ μάταιον Thdt.Is.12.139, τὰ πάθη αὐτά Steph.in Hp.3.272.11, c. part. pred. del compl. διελέγξω ὑμᾶς ἀθεωτάτους ὄντας A.Io.39.10, en v. pas. ἂν μὴ καὶ τὸν αὐτὸν τρόπον διελεγχθῶμεν ἐκείνοις ἅπαντα λέγοντες a menos que resultemos convictos de decirlo todo del mismo modo que aquellos Str.1.2.1, διελεγχθεὶς ἐπ' ἄλλοις οὕτως habiendo sido hallado culpable de (crímenes) similares contra otros I.AI 16.319, διελεγχόμενοι οἱ ἔνδον οἰκοῦντες ὡς ἐξ αὐτῶν ἐπηρείας τοῦτο γεγένηται BGU 321.14 (III d.C.), cf. Philostr.Iun.Im.1.3, ὑπὸ τῶν συνειδότων Hld.8.9.18.
3 amonestar, recriminar, censurar (ταῦτα) Luc.Deor.Con.8, μὴ φέρων αὐτὸν (τὸν πατέρα) διελέγχοντά με A.Io.49.11.
III c. resultado posit.
1 comprobar u obtener pruebas de la veracidad de algo διελέγξας τὰ γεγραμμένα cuando comprobó la veracidad de los escritos D.C.58.11.7, διέλεγξον αὐτὸν ὅτι χρυσίον σου ἀφείλατο PLips.40.3.23 (IV/V d.C.).
2 demostrar la verdad frente a la opinión contraria τὴν αἰσθητὴν μουσικὴν τῆς νοητῆς ἀκριβείᾳ πολὺ λείπεσθαι διελέγχων demostrando que la música sensible dista mucho en precisión de la inteligible Aristid.Quint.96.28, en v. pas. τῶν φημιζομένων ἕν τι διελεγχθὲν ἅπασιν πίστιν ἐπετίθει I.BI 1.470, διελέγξεται (τὸ ὄν) οὐκ ὂν ἀληθῶς ἡνωμένον Dam.Pr.65.
B intr. en v. med. debatir, disputar μετὰ τοῦ Ισραηλ LXX Mi.6.2, διελεγχθῶμεν resolvamos nuestras diferencias LXX Is.1.18, cf. Hsch.
reprenderse mutuamente οὐκ ἰσχύω εἰς ὄψιν ἀκοῦσαι διελεγχομένων αὐτῶν no tengo fuerzas para presenciar y oír sus mutuas recriminaciones, PMil.Vogl.24.46 (II d.C.).

Greek Monolingual

διελέγχω (AM) ελέγχω
1. ελέγχω αυστηρά, εξετάζω με κάθε λεπτομέρεια
2. αποδεικνύω ότι κάτι είναι εσφαλμένο, ανασκευάζω, ξεσκεπάζω
αρχ.
1. καταδικάζω
2. εξετάζω, ανακρίνω
3. δοκιμάζω
4. (μέσ. ή παθ.) συζητώ
5. παθ. διακρίνομαι, γίνομαι φανερός.

Greek Monotonic

διελέγχω: μέλ. -ξω, ανασκευάζω, αναιρώ ολοκληρωτικά, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

διελέγχω:
1) полностью опровергать (τινά и τι Plat., Arst., Polyb., Luc.);
2) испытывать, проверять (τι Plut.).

Middle Liddell

fut. ξω
to refute utterly, Plat.