κλέπτης
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
English (LSJ)
ου, ὁ,
A thief, Il.3.11; τὸν πυρὸς κ. A.Pr.946; κλέπτα δύο Ar.V.928; opp. ἅρπαξ (a robber), Myrtil.4; λῃστὰς ἢ κλέπτας Pl.R.351c, cf.Ev.Jo.10.8; ὁ τοῦ κ. λόγος, a logical fallacy, Arist.SE180b18. 2 generally, cheat, knave, S.Aj.1135; κακῶν ἀλλοτρίων κ. D.45.59.
German (Pape)
[Seite 1448] ὁ, der Dieb; Il. 3, 10; πυρός Aesch. Prom. 946; Eur. I. T. 1026; in Prosa, neben ἀποστερηταί u. λῃσταί Plat. Rep. I, 344 b, vgl. 351 c. – Uebh. der hinterlilig Handelnde, κλέπτης γὰρ αὐτοῦ ψηφοπ οιὸς εὑρέθης Soph. Ai. 1114, ein trügerischer Richter; nach Schol. Ar. Plut. 27 später auch = der Kluhe
Greek (Liddell-Scott)
κλέπτης: -ου, ὁ, ὡς καὶ νῦν, Ἰλ. Γ. 11· τὸν πυρὸς κλ. Αἰσχύλ. Πρ. 946· κλέπτα δύο Ἀριστοφ. Σφ. 928, κτλ.· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἅρπαξ (ὁ ἀποστερῶν φανερῶς), Μυρτίλ. ἐν Ἀδήλ. 1· πρὸς τὸ λῃστής, Πλάτ. Πολ. 351C· ― ὁ τοῦ κλέπτου λόγος, λογικὸν σόφισμα, ἴδε Ἀριστ. Σοφιστ. Ἔλεγχ. 25, 5· πρβλ. κλεπτίστατος. 2) καθόλου ἀπατεών, πανοῦργος, δόλιος (πρβλ. κλέπτω IV), Σοφ. Αἴ. 1135· κακῶν ἀλλοτρίων κλέπτης Δημ. 1119. 16.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 voleur;
2 fourbe.
Étymologie: κλέπτω.
English (Autenrieth)
thief, Il. 3.11†.
English (Strong)
from κλέπτω; a stealer (literally or figuratively): thief. Compare λῃστής.
English (Thayer)
κλέπτου, ὁ (κλέπτω) (from Homer down), the Sept. for גַּנָּב, a thief: ἔρχεσθαι or ἥκειν ... ὡς κλέπτης ἐν νυκτί, equivalent to to come unexpectedly, λῃστής, at the end.)
Greek Monolingual
ο (AM κλέπτης)
1. βλ. κλέφτης
2. ζωολ. έντομο της οικογένειας ρυσιδίδες, της τάξης υμενόπτερα.
Greek Monotonic
κλέπτης: -ου, ὁ (κλέπτω), κλέφτης, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ. κ.λπ.· γενικά, απατεώνας, κακούργος, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
κλέπτης: ου ὁ
1) вор: ὀμίχλη κλέπτῃ νυκτὸς ἀμείνων Hom. мгла, которая для вора лучше ночи; κ. πυρός Aesch. похититель (небесного) огня; ὡς κ. ἐν νυκτί погов. NT как тать в нощи;
2) плут, обманщик Soph., Dem.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλέπτης -ου, ὁ [κλέπτω] dief, bedrieger; kom. superl.. κλεπτίστατος de grootste bedrieger Aristoph. Pl. 27.
Middle Liddell
κλέπτης, ου, κλέπτω
a thief, Il., Aesch., etc.: generally, a cheat, knave, Soph.
Chinese
原文音譯:klšpthj 克累普帖士
詞類次數:名詞(16)
原文字根:蓋(者) 相當於: (גָּנַב) (גַּנָּב)
字義溯源:賊,偷竊,盜賊;源自(κλέπτω)*=偷竊)。比較: (ἀρχιλῃστής / λῃστής)=盜賊
出現次數:總共(16);太(3);路(2);約(4);林前(1);帖前(2);彼前(1);彼後(1);啓(2)
譯字彙編:
1) 賊(12) 太6:19; 太6:20; 太24:43; 路12:33; 路12:39; 約10:1; 約10:8; 帖前5:2; 帖前5:4; 彼後3:10; 啓3:3; 啓16:15;
2) 偷竊(1) 彼前4:15;
3) 偷竊的(1) 林前6:10;
4) 一個賊(1) 約12:6;
5) 盜賊(1) 約10:10