τρίχινος
κορυδός ἐν ἀμούσοις φθέγγεται → a lark sings amid the songless | in the land of the blind, the one-eyed man is king | in the country of the blind, the one-eyed man is king | in the valley of the blind, the one-eyed man is king
English (LSJ)
η, ον,
A of hair, περικαλύμματα Pl.Plt.279e, cf. Poll.7.208; χιτῶνες X.An.4.8.3; σάκκοι, σάκκος, PSI4.427.3 (iii B. C.), PTeb.796.10 (ii B. C.), Apoc. 6.12, Sor.2.85, PGoodsp.Cair.30 xxxix 15 (ii A. D.); ἱδρῷα BGU1515 (iii B. C.); ῥάκη Alciphr.3.42.
German (Pape)
[Seite 1150] von, aus Haaren, hären; Plat. Polit. 279 e; Xen. An. 4, 8, 3; ῥάκη Alciphr. 3, 42.
Greek (Liddell-Scott)
τρίχῐνος: -η, -ον, ὁ ἐκ τριχῶν πεποιημένος, περικαλύμματα Πλάτ. Πολιτικ. 279Ε· χιτῶνες Ξεν. Ἀν. 4. 8, 3. ΙΙ. τρίχινον, τό, ἔνδυμα ἐκ τριχῶν, Πολυδ. Ζ΄, 208.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
fait de crin ou de poils.
Étymologie: θρίξ.
English (Strong)
from θρίξ; hairy, i.e. made of hair (mohair): of hair.
English (Thayer)
τρίχινη, τρίχινον (θρίξ, which see), made of hair (Vulg. cilicinus): σάκκος, b.). (Xenophon, Plato, the Sept., others.)
Greek Monolingual
-η, -ο / τρίχινος, -ίνη, -ον, ΝΜΑ
κατασκευασμένος από τρίχες (α. «τρίχινα σχοινιά» β. «τριχίνους χιτῶνας», Ξεν.)
μσν.-αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ τρίχινον
ένδυμα υφασμένο από τρίχες
αρχ.
(για δορά) αυτός που έχει τρίχες («ἐνδύσονται δέρριν τριχίνην», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + κατάλ. -ινος (πρβλ. πήλ-ινος)].
Greek Monotonic
τρίχῐνος: -η, -ον (θρίξ, τριχ-ός), φτιαγμένος από τρίχες, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
τρίχῐνος: (ρῐ) волосяной (χιτῶνες Xen.; περικαλύμματα Plat.): σάκκος τ. NT власяница.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρίχινος -η -ον [θρίξ] van haren, van haar, uit haar bestaand.
Middle Liddell
τρίχῐνος, η, ον θρίξ, τριχός
of hair, Xen.
Chinese
原文音譯:tr⋯cinoj 特里希挪士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:髮狀的
字義溯源:毛狀的,毛製的,毛;源自(θρίξ / δέρρις)*=髮)
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 毛(1) 啓6:12