πολυάνωρ

From LSJ
Revision as of 14:35, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠάνωρ Medium diacritics: πολυάνωρ Low diacritics: πολυάνωρ Capitals: ΠΟΛΥΑΝΩΡ
Transliteration A: polyánōr Transliteration B: polyanōr Transliteration C: polyanor Beta Code: polua/nwr

English (LSJ)

[ᾱ], ορος, ὁ, ἡ,

   A with many men, much-frequented, θρόνος E.IT1281 (lyr.); πόλις Ar.Av.1313 (lyr.); εὐνομία IG42(1).129.12 (Epid.).    II γυνὴ π. wife of many husbands, A.Ag.62 (anap.).

German (Pape)

[Seite 659] ορος, poet. = πολύανδρος; Eur. I. T. 1281; Ar. Av. 1313; Aesch. Ag. 62 auch γυνή, die viele Ehemänner hat.

Greek (Liddell-Scott)

πολυάνωρ: [ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ, πολυάνθρωπος, λίαν συχναζόμενος, θρόνος Εὐρ. Ι. Τ. 1282· πόλις Ἀριστοφ. Ὄρν. 1313. ΙΙ. γυνὴ π., γυνὴ ἔχουσα πολλοὺς ἄνδρας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 62· πρβλ. πολύανδρος ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ, ἡ)
1 abondant en hommes, populeux;
2 qui a eu plusieurs époux.
Étymologie: πολύς, ἀνήρ.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, ἡ, Α
1. αυτός στον οποίο συχνάζουν πολλοί, κοσμοβριθής
2. αυτός που κατοικείται από πολλά άτομα
3. φρ. α) «πολυάνωρ εὐνομία» — ευνομία που υπάρχει σε πολυάνθρωπη πολιτεία
β) «γυνή πολυάνωρ» — γυναίκα που έχει πολλούς συζύγους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -άνωρ (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. μεγ-άνωρ].

Greek Monotonic

πολυάνωρ: [ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ,
I. πολυάνθρωπος, πολυσύχναστος, σε Ευρ., Αριστοφ.
II. γυνὴ πολυάνωρ, σύζυγος με πολλούς συζύγους, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

πολυάνωρ: ορος (ᾱ) adj.
1) многолюдный (πόλις Arph.);
2) обильно посещаемый (ξενόεις θρόνος Eur.);
3) имевшая много мужей (γυνή Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυάνωρ -ορος [πολύς, ἀνήρ] dichtbevolkt; druk bezocht:. πολυάνορι τ ’ ἐν ξενόεντι θρόνῳ op de troon, druk bezocht door vreemdelingen Eur. IT 1281. met veel mannen, manziek. πολυάνορος ἀμφὶ γυναικός vanwege de manzieke vrouw Aeschl. Ag. 62.

Middle Liddell

πολυ-ά¯νωρ, ορος, ὁ, ἡ,
I. with many men, much-frequented, Eur., Ar.
II. γυνὴ π. wife of many husbands, Aesch.

English (Woodhouse)

densely populated

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)