ἱερόθυτος

From LSJ
Revision as of 14:05, 5 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱερόθῠτος Medium diacritics: ἱερόθυτος Low diacritics: ιερόθυτος Capitals: ΙΕΡΟΘΥΤΟΣ
Transliteration A: hieróthytos Transliteration B: hierothytos Transliteration C: ierothytos Beta Code: i(ero/qutos

English (LSJ)

ον,

   A devoted, offered to a god, καπνός smoke from the sacrifices, Ar.Av.1265; θάνατος death as a sacrifice for one's country or any holy cause, Pi.Fr.78; ὑποδήματα δερμάτινα ἱ. IG5(1).1390.23 (Andania, i B.C.); οἶς ἱ. SIG624.43 (ii B.C.): -θυτα, τά, sacrifices, Theopomp.Hist.76 (s. v.l.), Arist.Oec.1349b13, Plu.2.729c; of meats offered to idols, 1 Ep.Cor.10.28.

German (Pape)

[Seite 1241] Gott geopfert; ἱερ. θάνατος Pind. frg. 225 bei Plut. de glor. Ath. 7, Opfertod für's Vaterland; καπνός, Opferdampf, Ar. Av. 1265; τὰ ἱερόθυτα, Opfer, Ath. XIV, 660 c; vgl. Arist. oec. 2, 20.

Greek (Liddell-Scott)

ἱερόθῠτος: -ον, ὁ καθιερωμένος εἰς θεόν, ἱερόθυτος καπνός, ὁ ἐκ τῶν θυσιῶν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1265· ἱερ. θάνατος, ὁ ὡς θυσία προσφερόμενος ὑπὲρ πατρίδος ἢ ὑπὲρ ἱεροῦ τίνος σκοποῦ, Πινδ. Ἀποσπ. 225· ― τὰ ἱερόθυτα, θύματα, Θεοπόμπ. Ἱστ. 79, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 20.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 offert en sacrifice aux dieux;
2 qui concerne un sacrifice.
Étymologie: ἱερός, θύω.

Spanish

de rostro de halcón

English (Thayer)

(ἱεροπρεπής) ἱεροπρεπες (from ἱερός, and πρέπει it is becoming), befitting men, places, actions or things sacred to God; reverent: Plato, Philo, Josephus, Lucian, others) (Cf. Trench, § 92, under the end.)

Greek Monolingual

ἱερόθυτος, -ον (Α)
1. αυτός που αναφέρεται σε θυσίες ή προέρχεται από θυσίες («ἱερόθυτος θάνατος», Πίνδ.)
2. ο αφιερωμένος σε θεό
3. αυτός που θυσιάστηκε για την πατρίδα ή για κάποιο ιερό σκοπό
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἱερόθυτα
τα θύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -θυτος (< θύώ), πρβλ. θεό-θυτος, πάν-θυτος].

Greek Monotonic

ἱερόθῠτος: -ον (θύω Α), αυτός που προσφέρεται στον θεό· ἱερόθυτος καπνός, καπνός που αναδύεται από τις θυσίες, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἱερόθῠτος: ион. v. l. ἱρόθῠτος 2 приносимый в жертву, жертвенный (καπνός Arph.): ἱ. θάνατος Pind. ap. Plut. принести себя в жертву.

Middle Liddell

ἱερό-θῠτος, ον [θύω1]
offered to a god, ἱερ. καπνός smoke from the sacrifices, Ar.

Chinese

原文音譯:e„dwlÒquton 誒多羅-替團
詞類次數:形容詞(10)
原文字根:覺察 全部-獻祭
字義溯源:偶像祭品,祭偶像的物;由(εἴδωλον)=偶像)與(θύω / ἐπιθύω)*=求寵,獻祭)組成;其中 (εἴδωλον)出自(εἶδος)=觀察),而 (εἶδος)出自(οἶδα)*=看見)。當日耶路撒冷的使徒和作長老的弟兄們曾寫信給在安提阿,敘利亞,基利家的外邦各地的弟兄們,規勸他們不要喫祭偶像的物( 徒15:29)。這事似在啓示錄二,三章,聖靈寫給別迦摩教會和推雅推喇教會使者的信中,得到了印證( 啓2:14 ,20)
出現次數:總共(9);徒(2);林前(5);啓(2)
譯字彙編
1) 祭偶像之物(8) 徒21:25; 林前8:1; 林前8:4; 林前8:7; 林前8:10; 林前10:19; 啓2:14; 啓2:20;
2) 祭偶像的物(1) 徒15:29