διαστίζω
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
English (LSJ)
A distinguish by a mark, punctuate, [οὐ] ῥᾴδιον διαστίξαι τὰ Ἡρακλείτου Arist.Rh.1407b13: generally, distinguish, Stob.2.7.3c. 2 spot, mottle, Nonn.D. 28.130. 3 brand, Just.Nov.115.4.
German (Pape)
[Seite 604] (s. στίζω), mit Punkten unterscheiden, interpungiren, Arist. rhet. 3, 5; übh. = unterscheiden, Stob.; – fleckig, bunt machen, Nonn. D. 28, 130.
Greek (Liddell-Scott)
διαστίζω: διὰ στιγμῆς διαχωρίζω ἢ διακρίνω, θέτω σημεῖον στίξεως, οὐ ῥᾴδιον διαστίξαι τὰ Ἡρακλείτου Ἀριστ. Ρητ. 3. 5, 6· ποιῶ τι διάστικτον, ποικίλλω διὰ στιγμάτων, Νόνν. Δ. 28. 130.
French (Bailly abrégé)
ao. διέστιξα;
séparer par des signes de ponctuation, ponctuer, acc..
Étymologie: διά, στίζω.
Spanish (DGE)
I tr.
1 salpicar, manchar de puntos (βραχίων) ... διαστίζουσα ... νῶτα κονίης (el brazo cortado) manchando de sangre el rastro de polvo Nonn.D.28.130, en v. pas. (δορὰ παρδάλεως) τῇ μίξει τῶν ἑτεροχροούντων διεστιγμένη Basil.M.31.873B.
2 gram. puntuar, poner signos de puntuación a τὰ Ἡρακλείτου Arist.Rh.1407b13.
II fig. distinguir, diferenciar τὴν τῆς θεότητος καὶ τοῦ σώματος φύσιν Ambr.Fr. en Thdt.Eran.188 (p.165), κρυφίην ὠδῖνα τοκετοῖο e.d. el hijo bastardo del que no lo es, Nonn.D.23.95, ὁ χρόνος οὐκ εἰς δύο πέρατα διαστίξει (τὸ νῦν) ἀλλ' εἰς ἕν Them.in Ph.141.28, Πλάτων δὲ διέστιξε πρῶτος τὸ κατ' ἄνδρα καὶ βίον ἰδιάζον Stob.2.7.3c, ἅπερ ἐπὶ τῷ τῶν γονέων προσώπῳ διεστίξαμεν Iust.Nou.115.4.4, abs. Arr.Epict.1.17.5
•en v. med.-pas. δύο σημεῖα ... διαστίξονται ἀπ' ἀλλήλων Phlp.in Ph.704.15, cf. 17
•métr. διεστιγμένον ἐλέγειον elegíaco distinto n. del pentámetro en un dístico ¯˘˘¯˘˘¯¯˘˘¯˘˘¯ Mar.Vict.111.14.
Greek Monolingual
(AM διαστίζω) στίζω
1. χωρίζω λέξη ή φράση με τα σημεία στίξεως
2. γεμίζω με στίγματα κάτι ή κάποιον, διακοσμώ με στίγματα
μσν.
στιγματίζω, καυτηριάζω
αρχ.-μσν.
διακρίνω, διαστέλλω, χωρίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-στίζω interpungeren, leestekens aanbrengen.
Russian (Dvoretsky)
διαστίζω: расставлять знаки препинания, снабжать интерпункцией (τὰ Ἡρακλείτου Arst.).