καταφρονητικός
διαπασῶν, διατεσσάρων, διαπέντε → through all, through four, through five (Pythagorean musical terms)
English (LSJ)
ή, όν,
A contemptuous, disdainful, Arist.EN1124b29, Rh.1379b31, 1388b25, Plu. 2.4of: c. gen., Phld.Herc.1457.10, Porph.Abst.3.27. Adv. -κῶς Pl. Tht.161c, X.HG4.1.17,5.3.1, D.43.72 (καταφρονικός Gal.17(1).188, and Adv. -κῶς v.l. in App.BC2.45, are incorrectly written).
Greek (Liddell-Scott)
καταφρονητικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιρρεπὴς εἰς τὸ καταφρονεῖν τῶν ἄλλων, ὁ ἐκ φύσεως κλίνων εἰς τὸ νὰ περιφρονῇ τοὺς ἄλλους, ἀντιθ. τῷ θαυμαστικός, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 3, 28, Ρητ. 2. 2, 24., 11. 7· οἱ καταφρονητικοὶ καὶ θρασεῖς Πλουτ. Ἠθ. σ. 40· καὶ ἐπιρρημ., καταφρονητικώτερον πρὸς αὐτοὺς διατεθήσονται Ἄννα Κομν. 402 Α ·- Ἐπίρρ. -κῶς, Πλάτ. Θεαίτ. 161C, Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 17., 5. 3, 1, Δημ. 1075, 11· κ. τῶν εὐτελεστέρων Φιλ. Α´, 927. 30· ὀλιγώρως καὶ κ. Πλουτ Λύσ. 11, κτλ.·- Ὁ Λοβ. (ἐν Φρυνίχ. 520) σημειοῖ τὸν τύπον καταφρονικὸς παρ᾽ Ἀππ. καὶ Γαλην., ὡς ἐσφαλμένον.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
méprisant, dédaigneux.
Étymologie: καταφρονητής.
Greek Monolingual
και καταφρονετικός, -ή, -ό (AM καταφρονητικός, -ή, -όν) καταφρονητής
1. αυτός που γίνεται για περιφρόνηση ή με τρόπο περιφρονητικό
2. αυτός που φέρεται περιφρονητικά, που έχει την τάση να περιφρονεί τους άλλους, υπερόπτης.
επίρρ...
καταφρονητικά (AM καταφρονητικῶς)
περιφρονητικά, υπεροπτικά.
Greek Monotonic
καταφρονητικός: -ή, -όν, επιρρεπής στην περιφρόνηση, σε Αριστ.· επίθ. -κῶς, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
καταφρονητικός: пренебрежительный, презрительный Arst., Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταφρονητικός -ή -όν [καταφρονέω] minachtend; adv. καταφρονητικῶς vol minachting.
Middle Liddell
καταφρονητικός, ή, όν [from καταφρονέω
contemptuous, Arist. adv. -κῶς, Xen.