κλαδί
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
metapl.dat.of κλάδος:—but κλᾱδί, Aeol., Dor.dat.of κλείς.
German (Pape)
[Seite 1445] metaplastischer dat. zu κλάδος, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
κλᾰδί: κατὰ μεταπλ. δοτ. τοῦ κλάδος· ― ἀλλὰ κλ℁δί, Δωρ. δοτ. τοῦ κλείς.
Greek Monolingual
το
(AM κλαδίον, Μ και κλαδίν, Α και κλάδιον)
νεοελλ.
φρ. «δεν τον αφήνει σε χλωρό κλαδί» — τον καταδιώκει συνεχώς ή δεν τον αφήνει ήσυχο ούτε λεπτό
νεοελλ.-μσν.
1. κλάδος φυτού, βλαστός δέντρου ή θάμνου που εκφύεται από τον κορμό, κλώνος, κλωνάρι, κλαρί
μσν.
δασώδης ή θαμνώδης τόπος
μσν.-αρχ.
(υποκορ. του κλάδος) μικρός κλάδος, κλαδάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλαδίν, μσν. τ. του αρχ. κλαδίον, υποκορ. του κλάδος (Ι).
ΠΑΡ. νεοελλ. κλάδα, κλαδάκι, κλαδερός, κλαδώνω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. κλαδολογώ. (Β συνθετικό) νεοελλ. αγιόκλαδο, ακρόκλαδο, ανθόκλαδο, απόκλαδο, βαγιόκλαδο, κοντόκλαδο, λειανόκλαδο, λιόκλαδο, ματόκλαδο, ξερόκλαδο, ξώκλαδο, χαμόκλαδο, χλωρόκλαδο].
Greek Monotonic
κλᾰδί:I. μεταπλ. δοτ. του κλάδος· αλλά,
II. κλᾱδί, Δωρ. δοτ. του κλείς.
Russian (Dvoretsky)
κλᾱδί: Arph. dat. sing. к κλάδος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλαδί dat. sing. heterocl., zie κλάδος.