ὄρχησις

From LSJ
Revision as of 21:40, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄρχησις Medium diacritics: ὄρχησις Low diacritics: όρχησις Capitals: ΟΡΧΗΣΙΣ
Transliteration A: órchēsis Transliteration B: orchēsis Transliteration C: orchisis Beta Code: o)/rxhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A dancing, the dance, Epich. 171 ; ἐς ὄρχησιν ἀνίστασθαι Hdt.1.202 ; esp. pantomimic dancing, Id.6.129 ; δεινὰ ἐποιοῦντο πάσας τὰς ὀ. ἐν ὅπλοις εἶναι X.An.6.1.11 ; ἐκπονεῖν Plb.4.20.12 : a part of ἡ γυμναστική, acc. to Pl.Lg.795e ; ἡ ἐν τοῖς ὅπλοις ὄ. Id.Cra.406d ; ὄ. ἐνόπλιος, ἐναγώνιος ὄ., Luc.Salt.8,32, POxy. 1241 v 27 (ii A. D.), etc.; περὶ Ὀρχήσεως, title of work by Lucian ; cf. Ath.1.14dsq., 14.630bsqq., Poll.4.95 sq.

German (Pape)

[Seite 389] ἡ, das Tanzen, nach Plat. Legg. VII, 795 d ein Theil der Gymnastik, u. nach II, 654 b mit der ᾠδή die χορεία ausmachend; ἡ ἐν ὅπλοις ὄρχησις, Waffentanz, Crat. 406 d, wie ἐνόπλιος u. ἐναγώνιος, Luc. de salt. 32 u. Plut. Num. 32; bes. die Kunst des pantomimischen Tänzers, ὀρχήσεις ἐκπονεῖν, Pol. 4, 20, 12; vgl. bes. Luc. de salt.; τραγική, Ath. I c. 37.

Greek (Liddell-Scott)

ὄρχησις: -εως, ἡ, τὸ ὀρχεῖσθαι, χορός, Ἐπίχ. 95 Ahr., Ἡρόδ., Ἀττ. (ὁ Ὁμηρ. τύπος εἶναι ὀρχηθμὸς καὶ ὀρχηστός)· ἐς ὄρχησιν ἀνίστασθαι Ἡρόδ. 1. 202· κυρίως χορὸς παντομιμικός, ὁ αὐτ. 6. 129· ποιεῖσθαι τὰς ὀρχ. ἐν ὅπλοις Ξεν. Ἀν. 6. 1, 11· ἐκπονεῖν Πολύβ. 4. 20, 12· ― μέρος τῆς γυμναστικῆς κατὰ Πλάτ. ἐν Νόμ. 795D· ἡ ἐν ὅπλοις ὄρχ. ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 406D ὀρχήσεις ἐνόπλιοι, ἐναγώνιοι ὀρχ. Λουκ., Πλούτ., κτλ.· περὶ τῶν Ἑλληνικῶν ἴδε Λουκ. περὶ Ὀρχήσεως, Ἀθήν. 14D κἑξ., 630F· Πολυδ. Δ΄, 95 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 danse;
2 pantomime.
Étymologie: ὀρχέω.

Greek Monotonic

ὄρχησις: -εως, ἡ, η πράξη του χορού, ο χορός καθ' αυτός, σε Ηρόδ., Αττ.· ιδίως, χορός παντομίμας, σε Ηρόδ., Αττ.

Russian (Dvoretsky)

ὄρχησις: εως ἡ Plat., Luc., Plut. = ὄρχημα.

Middle Liddell

ὄρχησις, εως,
dancing, the dance, Hdt., attic:esp. pantomimic dancing, Hdt., attic