γενεσιουργός
τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger
English (LSJ)
όν,
A concerned with or incident to generation, φύσις ibid.; δαίμονες ib.2.7; παθήματα Id.VP32.228; ἀστήρ Porph. ap. Eus.PE3.11; ὁρμαί Procl.in Cra.p.105 P.; δυνάμεις Id.Inst. 209; θεοί Dam.Pr.381, al.; τὸ γ. ib.349:—Subst. γ., ὁ, author of existence, c. gen., LXXWi.13.5; τῆς παλιγγενεσίας Corp.Herm.13.4; fashioner, creator, Herm. ap. Stob.1.49.44; παντὸς κόσμου Jul.Gal. 100c.
German (Pape)
[Seite 482] ὁ, Erzeugung bewirkend, schaffend, Stob. ecl. 2 p. 962; Iambl. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
γενεσιουργός: τινος, παραγαγών τινα εἰς τὸ εἶναι, δημιουργός, πατήρ, Στοβ. Ἐκλογ. 2, 962, Ἰάμβλ. Βίῳ Πυθ. § 228, Ἐβδ.
Spanish (DGE)
-όν
que engendra, genésico, creador φύσις Iambl.Myst.1.11, δαίμονες Iambl.Myst.2.7, παθήματα Iambl.VP 228, ἀστήρ Porph. en Eus.PE.3.11.40, ὁρμαί Procl.in Cra.105.23, δυνάμεις Procl.Inst.209, θεοί Dam.in Prm.381, νόησις Dam.in Phlb.225.9
•subst. ὁ γ. creador c. gen. κτισμάτων LXX Sap.13.5, τῆς παλιγγενεσίας Corp.Herm.13.4, παντὸς κόσμου Iul.Gal.19.100c
•inventor, Corp.Herm.Fr.23.44.
Greek Monolingual
-ό (AM γενεσιουργός, -όν)
1. ο σχετικός με τη γένεση, τη δημιουργία
2. αυτός που προκαλεί τη γένεση, που δημιουργεί κάτι («τα γενεσιουργά αίτια», «γενεσιουργές δυνάμεις»)
αρχ.-μσν.
ως ουσ. ο γενεσιουργός
ο δημιουργός του κόσμου, ο πλάστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γένεσις + -ουργός < έργον].