εὐδοξία

From LSJ
Revision as of 23:02, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐδοξία Medium diacritics: εὐδοξία Low diacritics: ευδοξία Capitals: ΕΥΔΟΞΙΑ
Transliteration A: eudoxía Transliteration B: eudoxia Transliteration C: evdoksia Beta Code: eu)doci/a

English (LSJ)

ἡ,

   A good repute, honour, Simon.4.6, Pi.P.5.8, E.Tr.643, Isoc.11.29, etc., cf. Arist.Rh.1361a25; virtue, excellence, Pi.N.3.40: in pl., D. 18.322.    2 approval, μετ' εὐδοξίας πλήθους ἀριστοκρατία Pl.Mx. 238d.    II good judgement, opp. ἐπιστήμη, Id.Men.99b.

Greek (Liddell-Scott)

εὐδοξία: ἡ, καλὴ φήμη, τιμή, δόξα, Σιμωνίδης 5, Πινδ. ΙΙ. 5. 9, καὶ συχν. παρ’ Ἀττ., πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 8· ἀρετή, τὸ ἔξοχον, Πινδ. Ν. 3. 70· ἐν τῷ πληθ., Δημ. 332. 6. 2) ἐπιδοκιμασία, τοῦ πλήθους Πλάτ. Μενέξ. 238D. ΙΙ. καλὴ κρίσις, ἀντίθετον τῷ ἐπιστήμη, ὁ αὐτ. ἐν Μένωνι 99Β.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 bonne réputation, célébrité, gloire;
2 bonne opinion, opinion favorable, confiance.
Étymologie: εὔδοξος.

English (Slater)

εὐδοξία
   1 glory σὺν εὐδοξίᾳ μετανίσεαι (P. 5.8) συγγενεῖ δέ τις εὐδοξίᾳ μέγα βρίθει (N. 3.40) εὐδοξίας δ' ἐπίχειρα δε[ (Pae. 14.31)

Greek Monolingual

η (Α εὐδοξία) εύδοξος
1. καλή φήμη, δόξα, υπόληψη («τῆς εὐδοξίας λαχοῡσα», Ευρ.)
2. αρετή, υπεροχή («τὰς εὐδοξίας τὰς τῆς πατρίδος θεραπεύειν», Δημοσθ.)
3. επιδοκιμασία, αποδοχή
4. ορθή γνώμη, κρίση.

Greek Monotonic

εὐδοξία: ἡ,
1. καλή φήμη, δόξα, τιμή, μεγαλείο, σε Σιμων., σε Δημ.
2. επιδοκιμασία, τοῦ πλήθους, σε Πλάτ.
II. καλή κρίση, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

εὐδοξία:
1) доброе имя, слава, почет, уважение Pind., Arst., Isocr., pl. Dem.;
2) высокие качества, доблесть Pind.;
3) одобрение, похвала (τοῦ πλήθους Plat.);
4) филос. правильное суждение, здравый смысл (εὐδοξίᾳ τὰς πόλεις ὀρθοῦν Plat.).

Middle Liddell

εὐδοξία, ἡ,
I. good repute, credit, honour, glory, Simon., Dem.
2. approval, τοῦ πλήθους Plat.
II. good judgment, Plat. [from εὔδοξος

English (Woodhouse)

celebrity, distinction, fame, high rank, honor, honour, nobility, renown, reputation, good name, high degree

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)