λιθόβλητος
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
ον,
A stone-throwing, pelting, εὐστοχίη AP9.3. II set with stones, κεκρύφαλα ib.5.269 (Paul. Sil.).
German (Pape)
[Seite 44] mit Steinen geworfen, mit Steinen besetzt; κεκρύφαλα, Paul. Sil. 17 V, 270), vgl. λιθοκόλλητος; καρύη, παισὶ λιθοβλήτου παίγνιον εὐστοχίης, Plat. ep. 20 (IX, 3), ein Spiel des glücklichen Steinwurfes.
Greek (Liddell-Scott)
λῐθόβλητος: -ον, λιθοβόλητος, καρύην... παισὶ λιθοβλήτου παίγνιον εὐστοχίης Ἀνθ. Π. 9. 3· λ. νιφετός, βροχὴ λίθων, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. η΄, 59· ὡσαύτως λιθοβλής, ὁ, ἡ, Τζέτζ. Ἱστ. 3. 246. ΙΙ. λιθοκόλλητος, κεκοσμημένος μὲ λίθους, κεκρύφαλον Ἀνθ. Π. 5. 270.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 parsemé de pierreries;
2 qui attaque à coups de pierres ; qui consiste en un jet de pierres.
Étymologie: λίθος, βάλλω.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM λιθόβλητος, -ον) λιθοβολώ
νεοελλ.
αυτός που λιθοβολήθηκε
μσν.
διακοσμημένος με λίθους
αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λιθοβολία.
Greek Monotonic
λῐθόβλητος: -ον, I. λιθοβολημένος, σε Ανθ.
II. διακοσμημένος με πέτρες, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
λῐθόβλητος: λίθος + βάλλω
1) усаженный (драгоценными) камнями (κεκρύφαλος Anth.);
2) мечущий камни, метательный (εὐστοχίη Anth.).
Middle Liddell
λῐθό-βλητος, ον
I. stone-throwing, pelting, Anth.
II. set with stones, Anth.