λύγδος
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
ἡ,
A white marble, Peripl.M.Rubr.24; λύγδου λειότερον AP5.27 (Rufin.); οἷά τε λύγδου γλυπτήν ib.193 (Posidipp. or Asclep.); ἡ Παρία λ. D.S.2.52, cf. Mart.6.13,42.
German (Pape)
[Seite 67] ὁ (λυκ), weißer Marmor, ein blendend weißer Stein, auch fem., ἡ Παρία λύγδος, parischer Marmor, D. Sic. 2, 52; λύγδου λειότερον Rutin. 38 (V, 28), u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λύγδος: ἡ, λευκὸν μάρμαρον, λύγδου λειότερον Ἀνθ. Π. 5. 28· οἷά τε λύγδου γλυπτὴν αὐτόθι 194· ἡ Παρία λύγδος Διόδ. 2. 52. (Ἴσως ἐκ √ΛΥΚ, λύκη, ὡς ἐκ τῆς λαμπρᾶς αὐτοῦ λευκότητος, ἴδε Κούρτ. 523).
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
marbre blanc.
Étymologie: R. Λυκ, briller.
Greek Monolingual
λύγδος, ἡ (Α)
λευκό μάρμαρο, λευκή, στιλπνή πέτρα («διόπερ οὔτε ἡ Παρία λύγδος, οὔτ' ἄλλη θαυμαζομένη πέτρα τοῑς Ἀραβίοις λίθοις ἐξισωθῆναι δύναται», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. έχει κατάλ. -δος (πρβλ. μόλυβ-δος, κίβ-δος) και συνδέεται πιθ. με την οικογένεια του λευκού].
Greek Monotonic
λύγδος: ἡ, λευκό μάρμαρο, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
λύγδος: ἡ белый мрамор Anth., Diod.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: (white) marble (D. S., Peripl. M. Rubr., AP).
Derivatives: λύγδ-ινος of marble, marble-white (Babr., Philostr., AP, Cyrene), -ίνεος id. (AP). λύγδη τὸ δένδρον ἡ λεύκη H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Ending as in μόλυβδος (but s.v.!), κίβδος a. o. and like these without etymology. Connection with λευκός a. rel. (Bq a. o.) is morphologically hard to explain. -δος, sound-words like κέλαδος (s. v.) excepted, is not a productive suffix. - Fur. 307 connect σ λογάδες which must remain uncertain. Still the word is prob. Pre-Greek. Connetion with λευκός is hardly probable.
Middle Liddell
Frisk Etymology German
λύγδος: {lúgdos}
Grammar: f.
Meaning: ‘(weißer) Marmor’ (D. S., Peripl. M. Rubr., AP)
Derivative: mit λύγδινος aus Marmor, marmorweiß (Babr., Philostr., AP, Kyrene), -ίνεος ib. (AP). Dazu λύγδη· τὸ δένδρον ἡ λεύκη H.
Etymology : Ausgang wie in μόλυβδος, κίβδος u. a. und wie diese ohne Etymologie. Die Anknüpfung an λευκός u. Verw. (Bq u. a.) ist morphologisch schwer zu begründen, da -δος, von Schallwörtern wie κέλαδος (s. d.) abgesehen, kein lebendiges Suffix ist.
Page 2,140-141