ἀλιπαρής

From LSJ
Revision as of 14:15, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Πολλοὺς ὁ καιρὸς οὐκ ὄντας ποιεῖ φίλους → Occasione amicus fit, qui non fuit → Die rechte Zeit macht manchen, der's nicht ist, zum Freund

Menander, Monostichoi, 446
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλῑπᾰρής Medium diacritics: ἀλιπαρής Low diacritics: αλιπαρής Capitals: ΑΛΙΠΑΡΗΣ
Transliteration A: aliparḗs Transliteration B: aliparēs Transliteration C: aliparis Beta Code: a)liparh/s

English (LSJ)

ές,

   A not fit for a suppliant, ἀ. θρίξ dub. l. in S.El.451; expl. by Sch. as αὐχμηρά, from ἀ- priv., λιπαρός.

German (Pape)

[Seite 97] θρίξ Soph. El. 443, zw., nicht glänzend (Hesych. αὐχμηρά), nicht so wie es sich für den Betenden paßt, geschmückt. Br. u. Erf. haben die sich schon in den Schol. findende Lesart λυπαρής aufgenommen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλῑπᾰρής: -ές, ἀκατάλληλος, ἀνάρμοστος εἰς ἱκετεύοντα· ἀλ. θρίξ (ἴσ. καὶ λογοπαίγνιον ἐπὶ τῆς λέξ. λιπαρός), οὐχὶ λιπαρὰ καὶ κεκαλλωπισμένη κόμη, Σοφ. Ἠλ. 451. Ἴδε σημ. Jebb.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
non oint, non brillant de parfums ; sans parure.
Étymologie: ἀ, λιπαρός.

Spanish (DGE)

-ές
magro στυγνὸν καὶ ἀλιπαρὲς ἐφόδιον ἔχουσα Cyr.Al.M.69.136C, ἀλιπαρῆ· αὐχμηρά Hsch.

Greek Monolingual

ἀλιπαρής, -ές (Α)
ακατάλληλος, ανάρμοστος σε ικέτη (άλλοι το «τὴν δ’ ἀλιπαρῆ τρίχα», Σοφ. Ηλ. 451, ερμηνεύουν απεριποίητη, ακαλλώπιστη κόμη).
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + λιπαρός «στιλπνός, λείος, λαμπρός, κομψός»].

Greek Monotonic

ἀλῑπᾰρής: -ές, ακατάλληλος, ανάρμοστος για ικέτη, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀλῑπᾰρής: без блеска, т. е. неубранный, неукрашенный (θρίξ Soph.).

Middle Liddell

not fit for a suppliant, Soph.