ἐπιτυχία

From LSJ
Revision as of 16:35, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτυχία Medium diacritics: ἐπιτυχία Low diacritics: επιτυχία Capitals: ΕΠΙΤΥΧΙΑ
Transliteration A: epitychía Transliteration B: epitychia Transliteration C: epitychia Beta Code: e)pituxi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A luck, chance, ὁκόσα -τυχίῃ ποιέουσιν οἱ ἰητροί Hp.Morb.1.1.    2 success, opp. ἀποτυχίη, Democr.275 ; ἐν ταῖς μάχαις Plb.1.6.4 ; τῶν μαντευμάτων D.H.3.70 ; ἔργων OG1678.2 (Egypt, ii A.D.): pl., Phld.Po.2.33 ; advantage, Ph.2.326.    b κατ' ἐπιτυχίαν casually, by a fortunate coincidence, Plot.2.3.7.    3 undertaking, ματαία ἐ. BGU1060.3(i B.C.).

German (Pape)

[Seite 998] ἡ, die Erreichung eines Zweckes oder Wunsches, Glück bei Etwas, Pol. 1, 6, 4 u. öfter, wie a. Sp.; τῶν μαντευμάτων D. Hal. 3, 70.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτῠχία: ἡ, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, Πολύβ. 1. 6, 4, Διον. Ἁλ. 3. 70, κτλ.

Greek Monolingual

η (AM ἐπιτυχία) επιτυχής
αίσια και ευτυχής έκβαση, ευδοκίμηση, ευόδωση, τελεσφόρηση (α. «επιτυχία στις εξετάσεις» β. «τὴν ἐν ταῑς μάχαις ἐπιτυχίαν», Πολ.)
μσν.
σύνοδος, συνάντηση, σχέση («τὸ διακαὲς τοῡ πόθου τῇ ἐλπίδι τῆς ἐπιτυχίας ἀναψύχοντες», Φώτ.)
αρχ.
1. τύχη, ευτυχία («ὁκόσα ἐπιτυχίῃ ποιέουσιν οἱ ἰητροί», Ιπποκρ.)
2. πλεονέκτημα, υπεροχή, κέρδος
3. έργο, επιχείρηση.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτυχία: ἡ преуспеяние, успех, удача Polyb.