Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἔντριχος

From LSJ
Revision as of 16:50, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔντρῐχος Medium diacritics: ἔντριχος Low diacritics: έντριχος Capitals: ΕΝΤΡΙΧΟΣ
Transliteration A: éntrichos Transliteration B: entrichos Transliteration C: entrichos Beta Code: e)/ntrixos

English (LSJ)

ον,

   A hairy, AP14.62, Sm.Ps.67(68).22; with the hair on, δέρμα Tz.ad Lyc.634.    II Subst., τὸ ἔ. wig. Poll.2.30.    III ἔντριχον· ἀσθενές, Hsch.

German (Pape)

[Seite 858] mit Haaren versehen, Aenigm. 23 (XIV, 62); – τὸ ἔντριχον, nach VLL. eine Art Perücke, falsches Haar, bei Poll. 2, 30.

Greek (Liddell-Scott)

ἔντρῐχος: -ον, πλήρης τριχῶν, «μαλλιαρός», Ἀνθ. Π. 14. 62· μετὰ τῶν τριχῶν, δέρμα Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 634. ΙΙ. τὸ ἔντριχον, προκόμιον προσθετόν, φενάκη, «περοῦκα», Πολυδ. Β΄, 30.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
chevelu.
Étymologie: ἐν, θρίξ.

Spanish (DGE)

(ἔντρῐχος) -ον
1 cubierto de pelo, que tiene pelo λίην ἔ. εἰμι habla una pelota AP 14.62, κορυφή de pers., Sm.Ps.67.22, Eus.M.23.705C, χιτὼν σκύτινος ἔ. Poll.7.70, τὰ ὄστρακα ... χρίσας πηλῷ ἐντρίχῳ habiendo embadurnado las cáscaras con barro envuelto en pelo para hacer cristal, Anon.Alch.349.3
neutr. subst. τὸ ἔ. peluca Paus.Gr.π 21, Poll.2.30, Phot.s.u. πηνήκη, Sud.s.u. πηνίκη, Apostol.14.29.
2 ἔντριχον· ἀσθενές Hsch. (prob. corrupto).

Greek Monolingual

ἔντριχος, -ον (AM)
ο γεμάτος τρίχες, δασύτριχος, μαλλιαρός
μσν.
αυτός που έχει πάνω τις τρίχες του («ἔντριχον δέρμα», Τζέτζ.)
αρχ.
1. (κατά τον Ησύχ.) «ἔντριχον, ἀσθενές»
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔντριχον
περούκα, φενάκη, προσθετή κόμη.

Greek Monotonic

ἔντρῐχος: -ον (θρίξ), μαλλιαρός, τριχωτός, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἔντρῐχος: волосатый, мохнатый Anth.

Middle Liddell

ἔν-τρῐχος, ον adj θρίξ
hairy, Anth.