γένεθλον

From LSJ
Revision as of 17:05, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γένεθλον Medium diacritics: γένεθλον Low diacritics: γένεθλον Capitals: ΓΕΝΕΘΛΟΝ
Transliteration A: génethlon Transliteration B: genethlon Transliteration C: genethlon Beta Code: ge/neqlon

English (LSJ)

τό,    A = γενέθλη, race, descent, A.Supp.290.    2 offspring, Id.Ag.784 (lyr.), 914, etc.; γ. Οἰταίου πατρός S.Ph.453; τὰ θνητῶν γ. the sons of men, Id.OT1425.

German (Pape)

[Seite 482] τό, Abstammung, Aesch. Suppl. 287; Stamm, Geschlecht, Sprößling, Ἀτρέως, Λήδας, Ag. 758. 888; Soph. O. R. 180, u. sonst bei Tragg.; τὰ θνητῶν γένεθλα, die Menschengeschlechter, Soph. O. R. 1425; Simon. bei Plat. Prot. 346 c; auch sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

γένεθλον: τό, = γενέθλη, γένος, καταγωγή, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 290. 2) = γέννημα, γόνος, ἀπόγονοι, ὁ αὐτ. Ἀγ. 784. 914, κτλ.· γ. Οἰταίου πατρὸς Σοφ. Φ. 453· τὰ θνητῶν γ., «οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων», ὁ αὐτ. Ο. Τ. 1425.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 descendance;
2 descendant, rejeton : τὰ θνητῶν γένεθλα SOPH les enfants des hommes.
Étymologie: cf. γενέθλη.

Spanish (DGE)

-ου, τό
1 estirpe, linaje γ. σπέρμα τε Ἀργεῖον A.Supp.290.
2 c. gen. vástago, descendiente Ἀτρέως A.A.784, Οἰταίου πατρός S.Ph.453, cf. A.A.914, E.Hipp.62, Andr.1274, Orph.H.57.3, τὰ θνητῶν ... γένεθλα la raza humana S.OT 1425.

Greek Monolingual

γένεθλον, το (Α)
1. γενιά, καταγωγή
2. γόνοι, απόγονοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γενε- (< γεν∂-), δισύλλαβη μορφή της ρίζας γεν- του γίγνομαι + (επίθημα) -θλο-, παράλληλος τ. του γενέθλη].

Greek Monotonic

γένεθλον: τό,
1. = γενέθλη, γένος, καταγωγή, σε Αισχύλ.
2. = γέννημα, απόγονος, τέκνον, στον ίδ., σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

γένεθλον: τό
1) род, происхождение (γ. σπέρμα τε Ἀργεῖον Aesch.);
2) род, племя, потомство (Λήδας Aesch.; Οἰταίου πατρός Soph.): τὰ θνητῶν γένεθλα Soph. человеческий род.

Middle Liddell


1. = γενέθλη race, descent, Aesch.
2. = γέννημα, offspring, Aesch., Soph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γένεθλον -ου, τό [~ γενέθλη
1. afkomst, ras :. γένεθλον σπέρμα τ ’ uw afkomst en oorsprong Aeschl. Suppl. 290.
2. afstammeling.

English (Woodhouse)

child, lineage

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)