δειμός

From LSJ
Revision as of 18:00, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δειμός Medium diacritics: δειμός Low diacritics: δειμός Capitals: ΔΕΙΜΟΣ
Transliteration A: deimós Transliteration B: deimos Transliteration C: deimos Beta Code: deimo/s

English (LSJ)

ὁ, (δέος)    A fear, terror, δειμόν τινα ἀναπλάσσειν J.Ap.2.34.    II Δεῖμος, ὁ, personified as accompanying Φόβος, Ἔρις, Γοργώ, etc., Il. 4.44c, 1.37, 15.119, Hes.Th.934.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
épouvante.
Étymologie: δείδω ; cf. δεῖμα.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ

• Alolema(s): Δεῖμος Hsch.
1 miedo, terror ὁ μὲν δειμῶν ἐπιγινομένων ἀφίσταται Chrysipp.Stoic.3.123.
2 ὁ Δ. personif. Terror hijo de Ares y Afrodita Il.4.440, 11.37, 15.119, Hes.Th.934, Sc.195, 463, Plu.2.763c, I.Ap.2.248, Q.S.5.29, 11.13, Nonn.D.2.415, Hsch.
hijo de Pólemo, Sud.
padre de Escila, Semus 22.

Greek Monolingual

δειμός και Δεῑμος, ο (Α)
1. δειμός
ο τρόμος
2. Δεῑμος
η προσωποποίηση του τρόμου («Κυθέρεια Φόβον καὶ Δεῑμον ἔτικτε δεινούς»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του δείμα, σχηματισμένος με το επίθημα -μος, που χρησιμοποιείται για τα έμψυχα, σε αντίθεση προς το -μα, που είναι για τα αντικείμενα ή δηλώνει το αποτέλεσμα μιας πράξεως].

Greek Monotonic

δειμός: ὁ (δέος), φόβος, τρόμος, πανικός· προσωποποιημένο, Δεῖμος, υπηρέτης του Άρη, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

δέος
1. fear, terror:— personified Δεῖμος, Il.
2. contr. for δέον neut. part., v. δεῖ 111.