εὐθύφρων
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
English (LSJ)
ον, gen. ονος, (φρήν) A whole-hearted, sincere, A.Eu.1040, f.l. ib.1034 (both lyr.).
German (Pape)
[Seite 1072] ον, geradsinnig, = εὔφρων, Aesch. Eum. 987. 992.
Greek (Liddell-Scott)
εὐθύφρων: -ον, (φρὴν) ὀρθῶς φρονῶν, Αἰσχ. Εὐμ. 1040, πρβλ. Εὐστ. Πονημ. 130. 70· - ἐν Εὐμ. 1034 ὁ Δινδόρφ. διορθοῖ: ὑπ’ εὔφρονι πομπᾷ, ἀντὶ εὐθύφρονι... τῶν κωδ.
French (Bailly abrégé)
ων, ον :
au cœur droit, bienveillant.
Étymologie: εὐθύς, φρήν.
Greek Monolingual
εὐθύφρων, -ον (ΑΜ)
ο ειλικρινής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ- + -φρων < θ. φρεν- του φρην, γεν. φρεν-ός (πρβλ. εύ-φρων, παρά-φρων)].
Greek Monotonic
εὐθύφρων: -ον (φρήν), αυτός που σκέφτεται σωστά, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
εὐθύφρων: 2, gen. ονος благомыслящий, благожелательный Aesch.