εὔφωνος
εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
English (LSJ)
ον, A sweet-voiced, musical, Πιερίδες Pi.I.1.64; χορός A.Ag.1187; sweettoned, λύρα Arist. Metaph.1019b15; τὸ βαρὺ ἀπὸ τοῦ ὀξέος -ότερον Id.Pr.920a23; εὔ. θαλίαι accompanied with sweet songs, Pi.P.1.38. 2 loud-voiced, of a herald, Ar.Ec.713, X.HG2.4.20, cf. D.19.126; οἱ -ότατοι Hdn.2.6.4. 3 euphonious, Democr.18b, D.H.Comp.12, Demetr. Eloc.70; -ότατον τὸ ᾱ D.H.Comp.14. 4 Adv. -νως Poll. 2.113: Comp. -οτέρως Demetr. Eloc.255; -ότερον Plu.2.1132b: Sup. -ότατα, ᾄδειν Philostr.VA4.42.
German (Pape)
[Seite 1108] mit schöner, starker Stimme, wohltönend; Πιερίδες Pind. I. 1, 64; θαλίαι P. 1, 38; χορός Aesch. Ag. 1160; κηρύκαινα Ar. Eccl. 713; κήρυξ Xen. Hell. 2, 4, 20; vom Redner, Dem. 18, 225 u. Sp.; – εὐφωνότατα βοᾶν Luc.; ᾆσαι Philostr.; – εὐφωνοτέρως, Dem. Phal. 267.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui a une belle ou forte voix;
2 harmonieux.
Étymologie: εὖ, φωνή.
English (Slater)
εὔφωνος, -ον
1 tuneful σὺν εὐφώνοις θαλίαις (P. 1.38) εὐφώνων Πιερίδων (I. 1.64)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὔφωνος, -ον και εὐφωνής, -ές)
1. αυτός που έχει γλυκιά, αρμονική φωνή, ο καλλίφωνος, ο εύηχος
2. (για κήρυκα ή ρήτορα) αυτός που έχει δυνατή φωνή, ο βροντόφωνος («λαβοῡσα κηρύκαιναν εὔφωνόν τινα», Αριστοφ.)
αρχ.
1. (για λύρα) αυτός που αποδίδει γλυκύ τόνο
2. (φρ). «εὔφωνοι θαλίαι» — συμπόσια με καλλίφωνα άσματα
3. αυτός που συμβάλλει στην ευφωνία, ο ευφωνικός.
επίρρ...
ευφώνως και εύφωνα (Α εὐφώνως)
1. με γλυκιά φωνή, με μουσικό τόνο («Θάμυριν εὐφωνότερον καὶ ἐμμελέστερον πάντων τῶν τότε ᾆσαι», Πλούτ.)
2. κολακευτικά
3. ευφωνικά
4. εύγλωττα, εκφραστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -φωνος (< φωνή), πρβλ. ά-φωνος, καλλί-φωνος, ομό-φωνος].
Greek Monotonic
εὔφωνος: -ον (φωνή),·
1. γλυκόφωνος, μουσικός, μελωδικός, σε Πίνδ., Αισχύλ.
2. βροντόφωνος, λέγεται για κήρυκα, σε Ξεν., Δημ.
Russian (Dvoretsky)
εὔφωνος:
1) прекрасно поющий, сладкогласный (Πιερίδες Pind.; χορός Aesch.);
2) благозвучный (λύρα Arst.);
3) оглашаемый или сопровождающийся красивым пением (θαλίαι Pind.);
4) громогласный, одаренный громким голосом (κηρύκαινα Arph.; ἐξάγγελοι τῶν πράξεων Plut.).
Middle Liddell
φωνή
1. sweet-voiced, musical, Pind., Aesch.
2. loud-voiced, of a herald, Xen., Dem.