κακόσιτος
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
ον, A eating badly, i. e. having a poor appetite, fastidious, Hp.Steril.215, Eub.17; ὁ περὶ τὰ σιτία δυσχερής Pl. R.475c, Ael.NA3.45, cf. Arr.Cyn.8.2. 2 metaph., fastidious, πρὸς Κύπριν οὐ κ. (of Priapus), Ἀρχ.Δελτ. 2 App.47 (Thyrrheum).
German (Pape)
[Seite 1303] Mangel an Eßlust habend, Eubul. bei Ath. VI, 248 c; Ggstz von φιλόσιτος, Plat. Rep. V, 475 c; ekel, Ael. H. A. 3, 45.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans appétit ; dégoûté.
Étymologie: κακός, σῖτος.
Greek Monolingual
-η, -ο
(Α κακόσιτος, -ον)
αυτός που υποσιτίζεται, που δεν τρέφεται καλά, κακοθρεμμένος, ισχνός
αρχ.
1. δύσκολος στο φαγητό, αυτός που δεν έχει όρεξη για τροφή, ανόρεχτος
2. μτφ. αυτός που δύσκολα ευχαριστιέται με κάτι, δύσκολος, απαιτητικός («πρὸς τὴν Κύπριν οὐ κακόσιτος», επίγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -σιτος (< σίτος), πρβλ. μετριό-σιτος, φιλό-σιτος].
Greek Monotonic
κᾰκόσῑτος: -ον, δύσκολος ως προς την τροφή, δηλ. αυτός που δεν έχει όρεξη, δυσκολοϊκανοποίητος, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκόσῑτος: не имеющий аппетита, чувствующий отвращение к пище Plat.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακόσιτος -ον [κακός, σῖτος] met slechte eetlust.
Middle Liddell
κᾰκό-σῑτος, ον
eating badly, i. e. having no appetite, fastidious, Plat.