καμάρωμα

From LSJ
Revision as of 22:35, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰμάρωμα Medium diacritics: καμάρωμα Low diacritics: καμάρωμα Capitals: ΚΑΜΑΡΩΜΑ
Transliteration A: kamárōma Transliteration B: kamarōma Transliteration C: kamaroma Beta Code: kama/rwma

English (LSJ)

[μᾰρ], ατος, τό,    A vault, arch, Str.16.1.5, Gal.10.449.

German (Pape)

[Seite 1316] τό, das Gewölbte, Gewölbe, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰμάρωμα: τὸ, θόλος, ἁψίς, Στράβ. 738, Εὐστ. Πονημάτ. 69. 17, Γαλην.

Greek Monolingual

το (AM καμάρωμα) καμαρώνω
1. η κατασκευή καμάρας ή οικοδομήματος σε σχήμα καμάρας, αψίδωση
2. καμαροειδές κατασκεύασμα, θόλος, αψίδα («ἐξ ὀπτῆς πλίνθου καὶ ἀσφάλτου κατεσκευασμένοι καὶ αὐτοὶ καὶ αἱ ψαλίδες καὶ τὰ καμαρώματα», Στράβ.)
νεοελλ.
το να καμαρώνει κάποιος για κάτι, καμάρι, υπερηφάνεια, έπαρση, κομπασμός, κόρδωμα.