μεγαλόδοξος

From LSJ
Revision as of 11:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλόδοξος Medium diacritics: μεγαλόδοξος Low diacritics: μεγαλόδοξος Capitals: ΜΕΓΑΛΟΔΟΞΟΣ
Transliteration A: megalódoxos Transliteration B: megalodoxos Transliteration C: megalodoksos Beta Code: megalo/docos

English (LSJ)

ον,    A very glorious, Εὐνομία Pi.O.9.16; κύριος OGI90.1 (Rosetta, ii B.C.); Ῥώμη Plu. Thes.1, cf. Herm. ap. Stob.1.49.44. Adv. -ξως LXX 3 Ma.6.39.

German (Pape)

[Seite 106] von großem Ruhme, sehr ruhmvoll; Pind. Ol. 9, 17; Plut. Thes. 1 u. Sp., auch adv.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλόδοξος: -ον, λίαν ἔνδοξος, Εὐνομία Πινδ. Ο. 9. 26, Πλουτ. Θησ. 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de grande réputation, illustre.
Étymologie: μέγας, δόξα.

English (Slater)

μεγᾰλόδοξος, -ον
   1 of great fame σώτειρα μεγαλόδοξος Εὐνομία (O. 9.16)

Spanish

gloriosísimo

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑM μεγαλόδοξος, -ον)
1. πολύ ένδοξος
2. αυτός που έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του.
επίρρ...
μεγαλοδόξως (Α)
με μεγάλη δόξα, πολύ ένδοξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -δοξος (< δόξα), πρβλ. ματαιό-δοξος].

Greek Monotonic

μεγᾰλόδοξος: -ον (δόξα), πολύ ένδοξος, σε Πίνδ., Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλόδοξος: покрытый великой славой, прославленный Pind., Plut.

Middle Liddell

μεγᾰλό-δοξος, ον δόξα
very glorious, Pind., Plut.