μοχλεύω

From LSJ
Revision as of 13:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοχλεύω Medium diacritics: μοχλεύω Low diacritics: μοχλεύω Capitals: ΜΟΧΛΕΥΩ
Transliteration A: mochleúō Transliteration B: mochleuō Transliteration C: mochleyo Beta Code: moxleu/w

English (LSJ)

(μοχλός)    A prise up, heave, or wrench by a lever, [[[στέγην]]] Hdt.2.175; θύρετρα, πέτρους, E.HF999, Cyc.240; πέτρας Pl.Com. 67; θύρας Antiph.195.6; μόχλευσιν μοχλῷ μ. Hp.Art.74:—Pass., Arist.Mech.853a38.    2 metaph., Porph.Chr.55:—in Med., contrive, 'engineer', μηδὲν μ. κατά τινων ἄδικον J.AJ5.1.16:—Pass., of disease, to be dislodged, removed, Aret.CD1.2.

German (Pape)

[Seite 212] mit dem Hebel fortbewegen, fortheben, θύρετρα, πέτρους, Eur. Herc. Fur. 999 Cycl. 239; übh. schwere Lasten heben u. fortbewegen, Her. 1, 175 u. in sp. Prosa, wie Plut. Demetr. 40; auch übertr., wie moliri, unternehmen, im med., Ioseph. – Bei den Medic. = mit der Hebemaschine einrenken; aber Plut. Symp. 3, 6, 2 scheint es = ausrenken zu sein. – Auch = μοχλόω.

Greek (Liddell-Scott)

μοχλεύω: (μοχλὸς) ἀναμοχλεύω, ἀνυψώνω ἢ μετακινῶ διὰ μοχλοῦ τὴν στέγην Ἡρόδ. 2. 175· θύρετρα, πέτρους Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 999, Κύκλ. 240· θύραν Ἀντιφ. ἐν «Προγ.» 1. 6 μοχλεύειν μόχλευσιν μοχλῷ Ἱππ. π. Ἄρθρ. 836· - Μέσ., ἀναλαμβάνω, τι Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 5. 1, 16. ΙΙ. = μοχλόω, Ἰω. Χρυσ.

French (Bailly abrégé)

remuer ou déplacer avec un levier.
Étymologie: μοχλός.

Greek Monolingual

(ΑΜ μοχλεύω, Α ιων. και επικ. τ. μοχλέω) μοχλός
μετακινώ, μετατοπίζω ή ανυψώνω κάτι με τη βοήθεια μοχλού
νεοελλ.-μσν.
μτφ. αναμοχλεύω, αναζωπυρώνω
μσν.-αρχ.
μτφ. μηχανορραφώ, υποκινώ, προξενώ
αρχ.
κλείνω, μανταλώνω, αμπαρώνω.

Greek Monotonic

μοχλεύω: (μοχλός), μέλ. -σω, ανασηκώνω, ανυψώνω κάτι με τη βοήθεια μοχλού, σε Ηρόδ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

μοχλεύω:
1) рычагом или ломом сдвигать, поднимать, втаскивать (τὴν στέγην μουνόλιθον Her.);
2) двигать, таскать, ворочать (πέτρους Eur.);
3) расшатывать, взламывать (θύρετρα Eur.).

Middle Liddell

μοχλός
to prise up, heave up by a lever, Hdt., Eur.