οἴκτιστος

From LSJ
Revision as of 14:10, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἴκτιστος Medium diacritics: οἴκτιστος Low diacritics: οίκτιστος Capitals: ΟΙΚΤΙΣΤΟΣ
Transliteration A: oíktistos Transliteration B: oiktistos Transliteration C: oiktistos Beta Code: oi)/ktistos

English (LSJ)

η, ον, irreg. Sup. of οἰκτρός,    A most pitiable, most lamentable, pathetic, οἴ… δειλοῖσι βροτοῖσιν Il.22.76 ; θάνον οἰ. θανάτῳ Od.11.412 ; Ἀτθίσιν οἰκτίστη, σὸν φάος, Ἠριγόνη Call.Aet.1.1.4 ; οἴ. δὴ κεῖνο ἴδον Od.12.258 ; οἴ. ἔλεγοι A.R.2.782 : neut. pl. οἴκτιστα as Adv., Od.22.472 : also in late Prose, Onos.42.21, Luc.Anach.11. Adv. -τως Phalar.Ep.96.

Greek (Liddell-Scott)

οἴκτιστος: -η, -ον, ἀνώμαλον ὑπερθ. τοῦ οἰκτρός, ἐσχηματισμένον κατὰ τὸ αἴσχιστος, ἔχθιστος, κύδιστος, οἰκτρότατος, πλείστου οἴκτου ἄξιος, οἴκτιστον ... δειλοῖσι βροτοῖσιν Ἰλ. Χ. 76. θάνον οἰκτίστῳ θανάτῳ Ὀδ. Λ. 412· οἴκτιστον δὴ κεῖνο ἴδον Μ. 258· οἰκτ. ἔλεγοι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 782· - οὐδ. πληθ. οἴκτιστα ὡς ἐπίρρ., Ὀδ. Χ. 472· - ὡσαύτως παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, Λουκ. Ἀνάχ. 11· ἐπίρρ. οἰκτίστως Φάλαρ.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
très digne de pitié, lamentable ; adv. • οἴκτιστα OD de la manière la plus lamentable.
Étymologie: οἰκτίζω.

English (Autenrieth)

see οἰκτρός.

Greek Monolingual

οἴκτιστος, -ίστη, -ον (Α)
1. άξιος πολύ μεγάλου οίκτου, πάρα πολύ αξιοθρήνητος («οἰκτίστοις ἐλέγοισιν ὀδύρεται», Απολλ. Ρόδ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) οἴκτιστα
με πάρα πολύ οίκτο.
επίρρ...
οἰκτίστως (Α)
με οίκτιστο τρόπο, με πάρα πολύ οίκτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμαλος υπερθ. του επιθ. οἰκτρός (σχηματισμένος από το θ. της λ. οἶκτος) + κατάλ. -ιστος (πρβλ. αἰσχ-ιστος < αἰσχρός, ἔχθ-ιστος < ἐχθρός)].

Greek Monotonic

οἴκτιστος: -η, -ον, ανώμ. υπερθ. του οἰκτρός (πρβλ. αἰσχρός, αἴσχιστος), πλέον αξιολύπητος, αξιοθρήνητος, σε Όμηρ.· ουδ. πληθ. οἴκτιστα, ως επίρρ., σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

οἴκτιστος: [superl. к οἶκτος крайне жалкий, несчастный, ужасный (ὄλεθρος, θάνατος Hom.).

Middle Liddell

οἴκτιστος, η, ον [irreg. Sup. of οἰκτρός (cf. αἰσχρός, αἴσχιστος)]
most pitiable, lamentable, Hom.:—neut. pl. οἴκτιστα as adv., Od.