Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παρασπίζω

From LSJ
Revision as of 15:25, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ὁ μηδὲν εἰδὼς οὐδὲν ἐξαμαρτάνει → Quicumque nihil (nil) scit, ille vir peccat nihil → Ein Mann, der ohne Wissen ist, macht auch nichts falsch

Menander, Monostichoi, 430
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρασπίζω Medium diacritics: παρασπίζω Low diacritics: παρασπίζω Capitals: ΠΑΡΑΣΠΙΖΩ
Transliteration A: paraspízō Transliteration B: paraspizō Transliteration C: paraspizo Beta Code: paraspi/zw

English (LSJ)

   A bear a shield beside, i.e. fight beside, stand by, ἅρμασιν E.Ion 1528 ; τινι D.H.3.19 : abs., E.Ph.1435 : metaph., [τόξα] παρασπίζοντ' ἐμοῖς βραχίοσι Id.HF1099 : Arith., of numbers, place beside or on the flanks, Iamb. in Nic.p.40 P. (Act. and Pass.).

German (Pape)

[Seite 499] daneben, dabei, mit dem Schilde in der Hand stehen u. fechten, τινί, Eur. Ion 1528; Plut. Pelop. 18; D. Hal. 3, 19 u. a. Sp. – Uebh. Gefährte sein, ἀδελφὴ ἡ παρασπίζουσ' ὁμοῦ, Eur. Phoen. 1444, vgl. Herc. Fur. 1099.

Greek (Liddell-Scott)

παρασπίζω: φέρω ἀσπίδα πλησίον τινός, δηλ. μάχομαι παρά τινι, ἵσταμαι πλησίον τινὸς ἐν τῇ μάχῃ, Εὐρ. Ἴων 1528, Φοίν. 1435, Διον. Ἁλ. 3. 19· - μεταφορικ., [τόξα] παρασπίζοντ’ ἐμοῖς βραχίοσι Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1990.

French (Bailly abrégé)

tenir son bouclier près de, d’où
1 défendre, protéger, τινι;
2 p. ext. être compagnon ou compagne de, τινι.
Étymologie: παρά, ἀσπίζω.

Greek Monolingual

Α
1. φέρω την ασπίδα μου κοντά σε κάποιον
2. μάχομαι κοντά σε κάποιον, στέκομαι κοντά του κατά την μάχη
3. μτφ. («[τόξα] παρασπίζοντ' ἐμοῑς βραχίοσι», Ευρ.)
4. (σχετικά με αριθμούς) τοποθετώ ανάμεσα ή στο πλάι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἀσπίς, -ίδος (πρβλ. υπ-ασπίζω)].

Greek Monotonic

παρασπίζω: μέλ. -σω, φέρω ασπίδα στο πλάι, δηλ. μάχομαι πλησίον, στέκομαι δίπλα, σε Ευρ.· μεταφ., (τόξα) παρασπίζοντ' ἐμοῖς βραχίοσι, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

παρασπίζω:
1) стоять рядом со щитом, т. е. защищать, помогать в бою (τινί Eur., Plut.);
2) быть помощником, спутником (ἀδελφὴ ἡ παρασπίζουσα Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-ασπίζω (als schildknaap) bijstaan, met dat.; overdr.. τόξα... ἃ πρὶν παρασπίζοντ ’ ἐμοῖς βραχίοσιν de boog, die mijn armen vroeger bijstond Eur. HF 1099.

Middle Liddell

fut. σω
to bear a shield beside, i. e. to fight beside, stand by, Eur.:—metaph., [τόξα] παρασπίζοντ' ἐμοῖς βραχίοσι Eur.