παρόρειος

From LSJ
Revision as of 15:40, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρόρειος Medium diacritics: παρόρειος Low diacritics: παρόρειος Capitals: ΠΑΡΟΡΕΙΟΣ
Transliteration A: paróreios Transliteration B: paroreios Transliteration C: paroreios Beta Code: paro/reios

English (LSJ)

ον, (ὄρος)    A near a mountain or mountains, Str.12.8.13, J.BJ1.4.7 :—written παρόριος, Sch.Il.20.490, 22.190.—The form παρώρειος found in codd. (as in Str.l.c.) is incorrect, whereas παρώρεια (q.v.) is the only correct form of the Subst.

German (Pape)

[Seite 527] am Berge, am Gebirge gelegen, befindlich, Ios. u. a. Sp., im subst. τὸ παρόρειον, wie Suid.; vgl. παρωρεία u. Lob. Phryn. 712.

Greek (Liddell-Scott)

παρόρειος: -ον, (ὄρος) ὁ πλησίον ὄρους, Στράβ. 576, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 1. 4, 7. - Ὁ τύπος παρώρειος εὑρισκόμενος ἐν Ἀντιγράφοις (οἷον Στράβ. ἔνθ’ ἀνωτ.) εἶναι ἐσφαλμένος, ἐν ᾧ τὸ παρώρεια (ὃ ἴδε) εἶναιμόνος ὀρθὸς τύπος τοῦ οὐσιαστ., Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 712.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. παρώρειος.
Étymologie: παρά, ὄρος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που βρίσκεται κοντά σε όρος ή σε όρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ὄρειος (< ὄρος), πρβλ. εν-όρειος].

Greek Monotonic

παρόρειος: -ον (ὄρος), αυτός που βρίσκεται κατά μήκος του βουνού, σε Στράβ.

Middle Liddell

παρ-όρειος, ον, ὄρος
along a mountain, Strab.