περιυβρίζω
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
English (LSJ)
A insult wantonly, τινα Hdt.5.91, J.AJ7.6.1, Jul.Or.5.159a, etc.; τοιαῦτα π. αὐτοὺς ἐν μέρει Ar.V.1319, cf. Th.535 ; τὰ θεῖα π. Plu.Cam.18 :—Pass., to be so treated, πρός or ὑπό τινος, Hdt.2.152, 4.159 ; ὧδε or ταῦτα π., Id.1.114, 3.137 ; οἷα π. Ar.Eq.727; ψυχὴ ὑπὸ λαιμαργίας π. Ph.1.488.
German (Pape)
[Seite 598] das verstärkte ὑβρίζω, sehr mißhandeln, sehr verhöhnen; τοιαῦτα περιύβριζεν αὐτοὺς ἐν μέρει, Ar. Vesp. 1319, wo die Erkl. σκώπτων ἀγροίκως folgt; vgl. Thesm. 535; oft Her. im pass., 1, 114. 2, 152 u. sonst, ταῦτα περιυβρίσθαι 3, 137; ἃ περιύβρισμαι πρὸς τούτου, Luc. bis accus. 33; δούλους, Plut. de educ. lib. 10.
Greek (Liddell-Scott)
περιυβρίζω: κακῶς μεταχειρίζομαι, προσβάλλω ἀπρεπῶς, τινὰ Ἡρόδ. 5. 91, Πλούτ., κλ.· τοιαῦτα π. αὐτοὺς ἐν μέρει Ἀριστοφ. Σφ. 1319. πρβλ. Θεσμ. 535. ― Παθ., περιυβρίζομαι, πρὸς ἢ ὑπό τινος Ἡρόδ. 2. 152., 4. 159· ὧδε ἢ ταῦτα π. ὁ αὐτ. 1. 114., 3. 137· οἷα π. Ἀριστοφ. Ἱππ. 727.
French (Bailly abrégé)
traiter indignement, outrager grossièrement.
Étymologie: περί, ὑβρίζω.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
βρίζω, συμπεριφέρομαι με απρεπή και προσβλητικό τρόπο σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ὑβρίζω «προσβάλλω»].
Greek Monotonic
περιυβρίζω: μέλ. -ίσω, μεταχειρίζομαι πολύ άσχημα, προσβάλλω αναίτια, σε Ηρόδ., Αριστοφ. — Παθ., γίνομαι αντικείμενο προσβολής, υφίσταμαι άσχημη συμπεριφορά, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
περιυβρίζω: крайне дурно обращаться, сильно обижать (τινά Her., Arph., Plut.): κῶς ταῦτα Δαρείῳ ἐκχρήσει περιυβρισθαι; Her. может ли Дарий стерпеть подобное оскорбление?
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-υβρίζω beledigen, kwetsen:. ἡμέας μὲν καὶ τὸν βασιλέα ἡμέων περιυβρίσας ἐξέβαλε het (het Atheense volk) heeft ons en onze koning vreselijk beledigd en\n de stad uitgegooid Hdt. 5.91.2.
Middle Liddell
fut. ίσω
to treat very ill, to insult wantonly, Hdt., Ar.:—Pass. to be so treated, Hdt.