συμφθέγγομαι

From LSJ
Revision as of 23:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns

Menander, Monostichoi, 474
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμφθέγγομαι Medium diacritics: συμφθέγγομαι Low diacritics: συμφθέγγομαι Capitals: ΣΥΜΦΘΕΓΓΟΜΑΙ
Transliteration A: symphthéngomai Transliteration B: symphthengomai Transliteration C: symftheggomai Beta Code: sumfqe/ggomai

English (LSJ)

   A sound with, ἡ λύρα τῷ Χρωμένῳ σ. Plu.Alc.2, etc.; ἐμοὶ ὁ νόμος συμφθέγγεται Chor.p.55 B.: abs., D.C.74.3, restored for -φθειρ- in D.Chr.78.20.    II converse with, Plu.2.580d.

German (Pape)

[Seite 991] mittönen, ἡ λύρα συμφθέγγεται τῷ χρωμένῳ, Plut. Alc. 2; übertr., übereinstimmen, zustimmen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συμφθέγγομαι: ἀποθετ., ἠχῶ μετά τινος ἐν συμφωνίᾳ, ἀποτελῶ συμφωνίαν, τὴν λύραν τῷ χρωμένῳ συμφθέγγεσθαι καὶ συνᾴδειν Πλάτ. Ἀλκιβ. 2, κτλ.· τῶν κύκνων ἐπιβοώντων καὶ συμφθεγγομένων Δίων Κ. 74. 3.

French (Bailly abrégé)

parler ou résonner d’accord, être d’accord avec, τινι.
Étymologie: σύν, φθέγγομαι.

Greek Monolingual

Α
1. ηχώ σε συμφωνία με άλλον («ἡ λύρα συμφθέγγεται τῷ χρωμένῳ», Πλούτ.)
2. συνδιαλέγομαι, συναναστρέφομαι
3. μτφ. συμφωνώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + φθέγγομαι «λέγω, ηχώ»].

Greek Monotonic

συμφθέγγομαι: αποθ., ηχώ από κοινού, ηχώ σε συμφωνία, συνηχώ, τινι, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

συμφθέγγομαι:
1) вторить, аккомпанировать (τινι Plut.);
2) поддакивать, соглашаться (τινι Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-φθέγγομαι [σύν, φθέγγομαι] ‘meeklinken’ hetzelfde geluid laten horen als, harmoniëren met, met dat.

Middle Liddell


Dep. to sound with, accord with, τινι Plut.