τετραβάμων

From LSJ
Revision as of 08:55, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςlife is not worth living if you do not have at least one friend

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰβάμων Medium diacritics: τετραβάμων Low diacritics: τετραβάμων Capitals: ΤΕΤΡΑΒΑΜΩΝ
Transliteration A: tetrabámōn Transliteration B: tetrabamōn Transliteration C: tetravamon Beta Code: tetraba/mwn

English (LSJ)

[βᾱ], ον, gen. ονος, (βῆμα)    A four-footed, ἵπποι E.El.476; τ. ἀπήνα, = τέθριππον, Id.Tr.517; τ. χαλαί the hoofs of horses, Id.Ph.808, cf. 792 (dub.); τετραβάμοσι γυίοις in the shape of a quadruped, Id.Hel.376. (Dor.; the Att.-Ion. τετραβήμων is not found: used by E. only in lyr.)

German (Pape)

[Seite 1096] gen. ονος, vierfüßig; ἵπποι, Eur. El. 476; auch ἀπήνη, Troad. 516.

Greek (Liddell-Scott)

τετρᾰβάμων: [ᾱ], -ον, γενικ. -ονος, (βαίνω), τετράπους, ἵπποι Εὐρ. Ἠλ. 476· τ. ἀπήνη = τέθριππον, ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 517· ἅρμασι τετραβάμοσι ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 792· τετραβάμοσιν ἐν χαλαῖσον αὐτόθι 808· - τετραβάμοσι γυίοις ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 376.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
1 à quatre pieds;
2 qui concerne un quadrupède;
3 attelé de quadrupèdes (char, etc.).
Étymologie: τέσσαρες, βαίνω.

Greek Monolingual

-ον, Α
τετράποδος («τετραβάμονες ἵπποι», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -βάμων (< βαίνω), πρβλ. τριτο-βάμων].

Greek Monotonic

τετρᾰβάμων: [ᾱ], -ον, γεν. τετραβάμονος (βαίνω), αυτός που έχει τέσσερα πόδια, τετράποδος, σε Ευρ.· τετραβάμοναι χαλαί, τετραβάμονα ψάλια, νύχια, στολίδια αλόγων, στον ίδ.· τετραβάμοσι γυίοις, με το σχήμα τετράποδου, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

τετρᾰβάμων: 2, gen. ονος (βᾱ)
1) четвероногий (ἵπποι Eur.): τ. ἀπήνη Eur. (о Троянском коне) четвероногая повозка;
2) запряженный четверкой лошадей (ἅρματα Eur.).

Middle Liddell

τετρᾰ-¯βάμων, ον, βαίνω
four-footed, Eur.; τ. χηλαί, ψάλια the hoofs, trappings of horses, Eur.; τετραβάμοσι γυίοις in the shape of a quadruped, Eur.