φθίνασμα

From LSJ
Revision as of 09:30, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φθῐνασμα Medium diacritics: φθίνασμα Low diacritics: φθίνασμα Capitals: ΦΘΙΝΑΣΜΑ
Transliteration A: phthínasma Transliteration B: phthinasma Transliteration C: fthinasma Beta Code: fqi/nasma

English (LSJ)

ατος, τό,    A declining, sinking, ἡλίου φθινασμάτων A.Pers.232 (troch.).

German (Pape)

[Seite 1271] τό, 1) das Abnehmen, Schwinden, ἡλίου, das Hinschwinden, Untergehen der Sonne, Aesch. Pers. 228. – 2) Verzehrung, Auszehrung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φθίνασμα: [ῐ], τό, ὥσπερ ἐκ ῥήματ. φθινάζω, δύσις, ἡλίου φθινάσμασιν (ὡς ὁ Δινδ. ἀναγινώσκει ἐκ τοῦ Ἡσυχ.), Αἰσχύλου Πέρσ. 232.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
déclin ou décours d’un astre.
Étymologie: φθίνω.

Greek Monolingual

-άσματος, τὸ, Α
(ποιητ. τ.)
1. ελάττωση
2. εξαφάνιση
3. φρ. «φθίνασμα ἡλίου»
(στην ποίηση) η δύση του ηλίου (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθῐν- του ρ. φθίνω, κατά τα ουδ. σε -ασμα (πρβλ. ἁγί-ασμα, χόρτ-ασμα)].

Greek Monotonic

φθίνασμα: [ῐ], -ατος, τό, όπως από το φθινάζω, κατάπτωση, βούλιαγμα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

φθίνασμα: ατος (ῐ) τό φθίνω исчезновение, закат: ἡλίου φθινάσματα Aesch. закат солнца.

Middle Liddell

φθί˘νασμα, ατος, τό,
as if from φθινάζω, a declining, sinking, Aesch.