χιονόχρως

From LSJ
Revision as of 10:23, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῐονόχρως Medium diacritics: χιονόχρως Low diacritics: χιονόχρως Capitals: ΧΙΟΝΟΧΡΩΣ
Transliteration A: chionóchrōs Transliteration B: chionochrōs Transliteration C: chionochros Beta Code: xiono/xrws

English (LSJ)

ωτος, ὁ, ἡ,    A snow-white, of a swan, E.Hel.215 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1357] ωτος, u. οος, mit schneeweißer Haut, Eur. Hel. 216, übh. schneeweiß.

Greek (Liddell-Scott)

χιονόχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων σῶμα λευκὸν ὡς ἡ χιών, χιονόλευκος, ἐπὶ τοῦ κύκνου, Εὐρ. Ἑλ. 216.

French (Bailly abrégé)

ωτος (ὁ, ἡ)
de la couleur de la neige, de la blancheur de la neige.
Étymologie: χιών, χρώς.

Greek Monolingual

-ωτος, ὁ, ἡ, ΜΑ
χιονόχροος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + -χρως (< χρώς, χρωτός «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. κηρό-χρως, μολυβδό-χρως].

Greek Monotonic

χῐονόχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει δέρμα λευκό σαν το χιόνι, χιονόλευκος, λέγεται για κύκνο, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

χιονόχρως: χρωτος adj. белоснежный: χ. κύκνου πτερῷ Eur. сверкая белизной лебединого оперения.

Middle Liddell

χιονό-χρως, ωτος, ὁ, ἡ,
with snow-white skin: snow-white, of a swan, Eur.