ἀμφίδρομος

From LSJ
Revision as of 12:40, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγω → however, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίδρομος Medium diacritics: ἀμφίδρομος Low diacritics: αμφίδρομος Capitals: ΑΜΦΙΔΡΟΜΟΣ
Transliteration A: amphídromos Transliteration B: amphidromos Transliteration C: amfidromos Beta Code: a)mfi/dromos

English (LSJ)

ον,    A running both ways, οἱ κατὰ τὸν πορθμὸν τόποι ἀ. ὄντες subject to a constant ebb and flow, Plb.34.2.5; πορθμός with harbour on both sides, Pl.Com.24D.    2 encompassing, enclosing, S.Aj.352; ἄρκυς ἱστάναι ἀ. X.Cyn.6.5 (dub.).    II pr. n. Ἀμφίδρομος, divinity connected with ἀμφιδρόμια, A.Fr.222.

German (Pape)

[Seite 138] 1) zu umlaufen. τεῖχος, Sp. – 2) herumlaufend, umschließend, κῦμα Soph. Ai. 346; nach Anderen die sich im Kreise drehenden strudelnden Wellen; Strabo ἀμφίδρομοι τόποι, Stellen mit Strudeln; Pol. 34, 2; ἄστρων ἕλικες Ptolem. 2 (IX, 577).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίδρομος: -ον, ὁ τρέχων πρὸς μέρος τι καὶ ἔπειτα πάλιν ἐπιστρέφων, ὡς τὰ ὕδατα ἐν τῇ παλιρροίᾳ, οἱ κατὰ τὸν πορθμὸν τόποι ἀμφ. ὄντες = ὑποκείμενοι εἰς συνεχῆ πλημμυρίδα καὶ ἄμπωτιν, Πολύβ. 34. 2, 5, πρβλ. Στράβ. 23. 2) ὁ περιβάλλων, ὁ περικλείων, Σοφ. Αἴ. 352· ἄκρυς ἱστάναι ἀμφ. Ξεν. Κυν. 6. 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui court autour ; qui enveloppe.
Étymologie: ἀμφί, δραμεῖν.

Spanish (DGE)

-ον
I pas.
1 que tiene puertos en ambas orillas πορθμός Pl.Com.228c.
2 que tiene doble ronda τεῖχος Eust.653.58.
3 sometido a dos corrientes contrarias ἐν τοῖς κατὰ τὸν πορθμὸν τόποις ἀμφιδρόμοις οὖσι καὶ δυσέκπλοις διὰ τὰς παλιρροίας Plb.34.2.5.
II act. que rodea, envolvente κῦμα S.Ai.352
que gira ἄστρων ... ἀμφιδρόμους ἕλικας AP 9.577 (Ptol.), ὄρφνη Nonn.D.36.391.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμφίδρομος, -ον)
αυτός που τρέχει ή απλώς κινείται προς κάποια κατεύθυνση και γυρίζει πάλι πίσω
αρχ.
1. αυτός που υπόκειται σε συνεχή παλίρροια
2. αυτός που περιτρέχει, που περιδινείται κυκλικά
3. (για πορθμούς) αυτός που έχει λιμάνι και στις δύο πλευρές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -δρομος < δρόμος.
ο Ζωολ.
γένος χερσαίων σαλιγκαριών (Γαστερόποδα Μαλάκια) τών τροπικών χωρών. Χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος με τον οποίο το ζώο προστατεύει τα αβγά του. Τυλίγει ένα φύλλο σε σωλήνα, κλείνει το ένα άκρο με βλέννα και τοποθετεί τα αβγά του στον κύλινδρο που δημιουργείται.

Greek Monotonic

ἀμφίδρομος: -ον (δραμεῖν), αυτός που τρέχει ολόγυρα, αυτός που περικλείει, που περιβάλλει, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφίδρομος:
1) бегущий вокруг, окружающий или кружащий(ся) (κῦμα Soph.; ἄστρων ἕλικες Anth.);
2) подверженный действию приливов и отливов, по друг. изобилующий водоворотами (οἱ κατὰ τὸν πορθμὸν τόποι Polyb.).

Middle Liddell

δραμεῖν
running round, encompassing, inclosing, Soph.