ἀοιδοθέτης

From LSJ
Revision as of 14:15, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀοιδοθέτης Medium diacritics: ἀοιδοθέτης Low diacritics: αοιδοθέτης Capitals: ΑΟΙΔΟΘΕΤΗΣ
Transliteration A: aoidothétēs Transliteration B: aoidothetēs Transliteration C: aoidothetis Beta Code: a)oidoqe/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ,    A lyric poet, AP7.50 (Archim.).

German (Pape)

[Seite 272] ὁ, Liederdichter (wie νομοθέτης), Archimel. 2 (VII, 50).

Greek (Liddell-Scott)

ἀοιδοθέτης: -ου, ὁ, λυρικὸς ποιητής, Ἀνθ. Π. 7. 50· πρβλ. ὑμνοθέτης, νομοθέτης.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui compose des chants, poète lyrique.
Étymologie: ἀοιδή, τίθημι.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ poeta, AP 7.50 (Archimel.).

Greek Monolingual

ἀοιδοθέτης, ο (Α)
αυτός που συνθέτει ωδές, ο λυρικός ποιητής.

Greek Monotonic

ἀοιδοθέτης: -ου, ὁ (τίθημι), ποιητής που καλλιεργεί το είδος της λυρικής ποίησης, λυρικός ποιητής, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀοιδοθέτης: ου ὁ слагатель песен, песнопевец Anth.

Middle Liddell

τίθημι
a lyric poet, Anth.