ἀπατήλιος

From LSJ
Revision as of 14:35, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπᾰτήλιος Medium diacritics: ἀπατήλιος Low diacritics: απατήλιος Capitals: ΑΠΑΤΗΛΙΟΣ
Transliteration A: apatḗlios Transliteration B: apatēlios Transliteration C: apatilios Beta Code: a)path/lios

English (LSJ)

ον, poet. Adj.    A guileful, wily, ἀπατήλια εἰδώς skilled in wiles, Od.14.288; ἀ. βάζειν ib.127; of a person, Nonn.D.46.10, al.

German (Pape)

[Seite 282] ον, betrügerisch, Hom. dreimal, Od. 14, 288 ἀπατήλια εἰδώς Versende, 127. 157 ἀπατήλια βάζει Versende; – Sp. D., wie Opp. Cyn. 2, 324; von einer Person Nonn. D. 46, 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπᾰτήλιος: -ον, ποιητ. ἐπίθ., ἀπατηλός, πανοῦργος, ἀπατήλια εἰδώς, ἔμπειρος εἰς πανουργίας, Ὀδ. Ξ. 288· ἀπ. βάζειν αὐτόθι 127· ἐπὶ προσώπων, Νόνν. Δ. 46. 10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
trompeur, mensonger.
Étymologie: ἀπάτη.

English (Autenrieth)

deceitful; only neut. pl., ἀπατήλια βάζειν, εἰδέναι, Od. 14.127, 288.

Spanish (DGE)

-ον
engañoso esp. en neutr. plu. ἀπατήλια εἰδώς conocedor de engaños, Od.14.288, ἀπατήλια βάζει de mendigos Od.14.127, 157
de pers. engañador Τειρεσίαν ἀπατήλιον Nonn.D.46.10.

Greek Monolingual

ἀπατήλιος, -ον (Α)
πανούργος, δόλιος, απατηλός.

Greek Monotonic

ἀπᾰτήλιος: -ον, αυτός που έχει την ικανότητα να εξαπατά, πανούργος· ἀπατήλια εἰδώς, αυτός που είναι προικισμένος, ικανός στο να δολοφονηθεί, σε Ομήρ. Οδ.· ἀπατήλιον βάζειν, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπᾰτήλιος: Hom. = ἀπατηλός.

Middle Liddell

[from ἀπάτη
guileful, wily, ἀπατήλια εἰδώς skilled in wiles, Od.; ἀπ. βάζειν Od.