ἀπολυμαίνομαι
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
Med., (λῦμα) A cleanse oneself by bathing, esp.from an ἄγος, Il.1.313,314, A.R.4.702, cf. Paus.8.41.2; ἀπολυμήνασθαι καὶ ἀφαγνίσαι τὸ μίασμα Agath.2.7.
German (Pape)
[Seite 313] (λυμα), dep. med., sich reinigen, bes. durch sühnende Bäder eine Befleckung abwaschen, Il. 1, 313. 314; Ap. Rh. 4, 702.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπολῡμαίνομαι: μέσ., (λῦμα) καθαίρομαι, καθαρίζομαι, ἐξαγνίζομαι διὰ λουτρῶν, κυρίως ἐξ ἄγους, Ἰλ. Α. 313, 314, πρβλ. Παυσ. 8. 41, 2.
French (Bailly abrégé)
se purifier (par des ablutions).
Étymologie: ἀπό, λυμαίνω.
Spanish (DGE)
(ἀπολῡμαίνομαι)
de pers. purificarse después de una peste Il.1.313, 314, Paus.8.41.2, antes de ir a la guerra, Agath.2.7.2, c. dat. instrum., A.R.4.702
•del estómago purgarse, limpiarse mediante el vómito, Eun.VS 486.
Greek Monotonic
ἀπολῡμαίνομαι: Μέσ. (λῦμα), ξεπλένω τη βρωμιά από πάνω μου, καθαρίζομαι με το πλύσιμο, το λούσιμο, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπολῡμαίνομαι: культ. совершать омовение, очищаться Hom.
Middle Liddell
λῦμα
to wash dirt off oneself, cleanse oneself by bathing, Il.