ἐντέλεια
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
ἡ, (ἐντελής) A completeness, τοῦ λόγου A.D.Synt.186.15. II full rights, GDI1339.11 (Dodona).
German (Pape)
[Seite 854] ἡ, Vollendung, Vollkommenheit, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντέλεια: ἡ, (ἐντελὴς) ὡς καὶ νῦν, τὸ ἐντελές, Ἀπολλ. π. Συντάξ. 187. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐντέλειαι· τάξις ἀρχοντική».
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 prob. plenitud de derechos ciudadanos, esp. derecho de acceso a cargos públicos, otorgado como privilegio, frec. en decr. de proxenía del Epiro Μολοσσοὶ ἔδωκαν ... αὐτῷ ... προξενίαν, πολιτείαν, ἔνκτασιν, ἀτέλειαν καὶ ἐντέλειαν como un privilegio IEpir.App.3 (IV a.C.), cf. 12 (Dodona IV/III a.C.), SEG 23.471 (Dodona IV a.C.), 26.701.16 (Dodona III a.C.), 24.448 (Epiro III a.C.), 37.511 (Dodona II a.C.), IEpir.App.33.11 (Dodona II a.C.), IM 32.46 (III a.C.)
•interpr. como una τάξις ἀρχοντική Hsch.
2 perfección, plenitud τοῦ λόγου A.D.Synt.186.15, μέτρου Eust.689.42.
3 gram. forma plena, de la forma no contracta γαμέω καὶ τελέω ἐντέλειαί ἐστιν ... τοῦ γαμῶ καὶ τελῶ Hdn.Gr.2.311, cf. 326
•forma correcta, de la forma sin aféresis τὸ δὲ «ἐνέρτερος» ἡ ἐ. ἐστι τοῦ «νέρτερος» Eust.619.14.
4 aplicación, dedicación Gr.Naz.M.35.1017B.
Greek Monolingual
η (AM ἐντέλεια)
τελειότητα, πληρότητα («τῶν ἤχων ἡ ἐντέλεια», Παλαμάς)
νεοελλ.
φρ. «στην ἐντέλεια» — πλήρως, πολύ καλά
αρχ.
πλήρη δικαιώματα.