ἐπαναπίπτω

From LSJ
Revision as of 19:05, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαναπίπτω Medium diacritics: ἐπαναπίπτω Low diacritics: επαναπίπτω Capitals: ΕΠΑΝΑΠΙΠΤΩ
Transliteration A: epanapíptō Transliteration B: epanapiptō Transliteration C: epanapipto Beta Code: e)panapi/ptw

English (LSJ)

   A lie down on, φύλλοις ῥόδων Ael.VH9.24.

German (Pape)

[Seite 900] (s. πίπτω), darauf fallen, sich darauf legen, τινί, Ael. V. H. 9, 24.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαναπίπτω: πλαγιάζω ἐπί τινος, φύλλοις ῥόδων γοῦν ἐπαναπεσὼν καὶ κοιμηθεὶς Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 9. 24.

French (Bailly abrégé)

part. ao.2 ἐπαναπεσών;
tomber sur, se jeter sur, se coucher sur, τινι.
Étymologie: ἐπί, ἀναπίπτω.

Greek Monolingual

και ξαναπέφτω (AM ἐπαναπίπτω)
ξαναγυρίζω στην προηγούμενη κατάστασή μου, ξαναπέφτω
μσν.-αρχ.
1. ξαπλώνομαι, πλαγιάζω πάνω σε κάτι («φύλλοις ῤόδων ἐπαναπεσών καὶ κοιμηθεὶς ἐπ' αὐτῶν», Αιλ.).