ἐρέθισμα

From LSJ
Revision as of 21:55, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρέθισμα Medium diacritics: ἐρέθισμα Low diacritics: ερέθισμα Capitals: ΕΡΕΘΙΣΜΑ
Transliteration A: eréthisma Transliteration B: erethisma Transliteration C: erethisma Beta Code: e)re/qisma

English (LSJ)

ατος, τό,    A provocation, App.Sam.3 ; χορῶν ἐ. Ar.Nu.312 (pl.) ; συμποσίων ἐ., of Anacreon, Critias I D. ; φύσας ἄγειν κάτω -ίσμασι, i.e. by purging, Aret.CA2.5.

German (Pape)

[Seite 1023] τό, Reizung, Anreizung, εὐκελάδων χορὠν ἐρεθίσματα Ar. Nubb. 311, entweder reizende Chöre, od. mit Droysen "kämpfender Chöre Gesangeslust"; συμποσίων, der Reiz der Gastmähler, heißt Anakreon, Critias bei Ath. XIII, 600 d. – die Herausforderung, App. bei Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρέθισμα: τό, τὸ ἐρεθίζειν, ἐρεθισμός, διέγερσις, Ἀππ. παρὰ Σουΐδ.· χορῶν ἐρ. Ἀριστοφ. Νεφ. 312· συμποσίων ἐρ., λεγόμενον περὶ τοῦ Ἀνακρέοντος ὑπὸ τοῦ Κριτίου, Ἀθην. 600D.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 excitation, stimulant;
2 provocation ; compétition.
Étymologie: ἐρεθίζω.

Greek Monolingual

το (Α ἐρέθισμα) ερεθίζω
το αποτέλεσμα του ερεθίζω, η διέγερση σε οργή, η παρόξυνση, το θέλγητρο που παρακινεί σε κάτι («Εὐκελάδων τε χορῶν ἐρεθίσματα» — θελκτικοί χοροί, Αριστοφ.)
νεοελλ.
1. καθετί που διεγείρει τα αισθητήρια νεύρα («εξωτερικό ερέθισμα της ακοής είναι ο ήχος»)
2. κάθε μεταβολή τών κανονικών όρων ζωής τών διαφόρων οργανισμών.

Greek Monotonic

ἐρέθισμα: -ατος, τό, υποκίνηση, παρακίνηση, διέγερση, ερέθισμα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐρέθισμα: ατος τό побудительное средство, возбуждение: χορῶν ἐρεθίσματα Arph. взаимное перекликание или перепляс хоров.

Middle Liddell

ἐρέθισμα, ατος, τό, [from ἐρέθιζω]
a stirring up, exciting, Ar.