ἐρισφάραγος
αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child
English (LSJ)
[φᾰ], ον, A loud-roaring, of Poseidon, h.Merc.187 ; of Zeus, Pi.Fr.15, B.5.20 ; loud-voiced, of men, Plu.2.698e.
German (Pape)
[Seite 1031] laut tosend, brausend, Poseidon, H. h. Merc. 187; Pind. frg. 263; πατὴρ πάντων Ep. ad. 522 (IX, 521).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au bruit retentissant.
Étymologie: ἐρι-, σφαραγέομαι.
English (Slater)
ἐρισφᾰρᾰγος
1 loud thundering ἐρισφα ράγ[ου] πατ[ρός (i. e. Zeus: supp. Lobel) fr. 6a. d, = fr. 15 Schr.
Greek Monolingual
ἐρισφάραγος, -ον (Α)
(για τον Ποσειδώνα και τον Δία) αυτός που ηχεί δυνατά, ο μεγαλόφωνος («Ζηνὸς ἐρισφαράγου», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -σφάραργος (< σφαραγούμαι «σφριγώ») (πρβλ. ερισπάραγος)].
Greek Monotonic
ἐρισφάρᾰγος: -ον, αυτός που βροντά δυνατά, βροντερός, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
ἐρισφάρᾰγος: (φᾰ) мощно грохочущий, многошумный (Ποσειδῶν HH; sc. Ζεύς Pind., Anth.).
Middle Liddell
ἐρι-σφάρᾰγος, ον
loud-roaring, Hhymn.