ἑλίτροχος
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
English (LSJ)
ον, (ἑλίσσω) A whirling the wheel round, σύριγγες ἑ. A.Th. 205 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 798] σύριγγες, radumwälzend, Aesch. Spt. 205.
Greek (Liddell-Scott)
ἑλίτροχος: -ον, (ἑλίσσω), σύριγγες... ἑλίτροχοι, «περὶ ἃς ἑλίσσονται οἱ τροχοί» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Θήβ. 205.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui fait tourner des roues.
Étymologie: ἑλίσσω, τροχός.
Spanish (DGE)
-ον
que hace girar las ruedasdel carro ὅτε τε σύριγγες ἔκλαγξαν ἑλίτροχοι A.Th.205.
Greek Monotonic
ἑλίτροχος: -ον (ἑλίσσω), αυτός που περιστρέφει τον τροχό, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἑλίτροχος: вращающий колеса (σύριγγες Aesch.).
Frisk Etymological English
See also: s. ἕλιξ.
Middle Liddell
ἑλίσσω
whirling the wheel, Aesch.
Frisk Etymology German
ἑλίτροχος: {helítrokhos}
See also: s. ἕλιξ.
Page 1,496