ἡδύγλωσσος

From LSJ
Revision as of 23:00, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡδύγλωσσος Medium diacritics: ἡδύγλωσσος Low diacritics: ηδύγλωσσος Capitals: ΗΔΥΓΛΩΣΣΟΣ
Transliteration A: hēdýglōssos Transliteration B: hēdyglōssos Transliteration C: idyglossos Beta Code: h(du/glwssos

English (LSJ)

Dor. ἁδ-, ον,    A sweet-tongued, βοά Pi.O.13.100.

German (Pape)

[Seite 1153] βοὰ κάρυκος, angenehm tönend (Siegesverkündigung), Pind. Ol. 13, 96.

Greek (Liddell-Scott)

ἡδύγλωσσος: -ον, ἡδεῖαν γλῶσσαν ἔχων, ἡδέως ὁμιλῶν, βοὰ κάρυκος Πίνδ. Ο. 13. 142· - ἡδυγλωσσία, ἡ, γλυκύτης γλώσσης, ὁμιλίας.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la voix agréable.
Étymologie: ἡδύς, γλῶσσα.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἡδύγλωσσος, δωρ. τ. ἁδύγλωσσος, -ον)
αυτός που μιλάει με γλυκό τρόπο, γλυκομίλητος, ευπροσήγορος («ἡδύγλωσος βοά», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. δί-γλωσσος, πολύ-γλωσσος].

Greek Monotonic

ἡδύγλωσσος: -ον (γλῶσσα), αυτός που μιλάει γλυκά, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ἡδύγλωσσος: только дор. ἁδύγλωσσος 2 (ᾱ) сладкозвучный, певучий (βοά Pind.).

Middle Liddell

ἡδύ-γλωσσος, ον γλῶσσα
sweet-tongued, Pind.