ἰσασμός
From LSJ
ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it
English (LSJ)
[ῐ], ὁ, A equalization, Epicur.Nat.15.21 (pl.).
Greek Monolingual
και ισιασμός, ο (ΑΜ ἰσασμός, Μ και ἰσιασμός και ἰσαμός) ισάζω
το να κάνει κάποιος κάτι ίσο, ευθυγράμμιση, εξίσωση, εξομάλυνση
νεοελλ.
ναυτ. «ισασμός κεραιών» — η οριζοντίωση τών κεραιών, η τακτοποίηση τών κεραιών στη σωστή τους θέση
μσν.
1. σύμβαση, συνθήκη
2. συμφωνία, διακανονισμός, συνδιαλλαγή.