ὄχανον

From LSJ
Revision as of 07:56, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄχανον Medium diacritics: ὄχανον Low diacritics: όχανον Capitals: ΟΧΑΝΟΝ
Transliteration A: óchanon Transliteration B: ochanon Transliteration C: ochanon Beta Code: o)/xanon

English (LSJ)

τό, (ἔχω A)    A holder of a shield, i.e. a bar or band fastened crosswise on the under side of the shield, through which the bearer passed his arm, Anacr.91, Hdt.2.141, Aen.Tact.29.12; invented by the Carians acc. to Hdt.1.171.

German (Pape)

[Seite 428] τό, die Handhabe am Schilde, welche aus zwei Querbändern in der Mitte des hohlen Schildes bestand, durch welche man Arm u. Hand steckte, so daß man den Schild mit größerer Leichtigkeit schwingen konnte, nach Her. 1, 171 eine Erfindung der Karier an Stelle des frühern τελαμών (was zu vgl.); von πόρπαξ ist es nach Plut. (s. ὀχάνη) verschieden; Her. 2, 141 werden die ὄχανα von Mäusen zernagt; einzeln auch bei Sp., wie Luc. Gymnas. 27 Herod. 5.

Greek (Liddell-Scott)

ὄχᾰνον: τό, (ἔχω) ἡ λαβὴ τῆς ἀσπίδος, ἥτις ἦτο ταινία σκυτίνη ἢ ἐκ μετάλλου καθηλωμένη κατὰ τὰς δύο ἄκρας εἰς τὸ ἐσωτερικὸν μέρος τῆς ἀσπίδος οὕτως ὥστε ὁ φέρων αὐτὴν νὰ δύναται νὰ ἐμβάλλῃ τὴν χεῖρα αὑτοῦ εἰς αὐτὴν εἰς αὐτὴν καὶ νὰ κινῇ αὐτὴν εὐκόλως καὶ κατὰ βούλησιν (οἰακίζειν), τὴν ἐπίνοιαν ταύτην ὁ Ἡρόδ. 1. 171, ἀποδίδει εἰς τοὺς Κᾶρας, πρβλ. 2. 141, Bergk. εἰς Ἀνακρ. 91. - Ἐν ἀρχαιοτέροις χρόνοις ἡ μεγάλη ἀσπὶς (θυρεός, παρ’ Ὁμήρ. ἀσπὶς τερμιόεσσα) ἐκρεμᾶτο διὰ σκυτίνου στερεοῦ τελαμῶνος περικειμένου περὶ τὸν αὐχένα καὶ τὸν ἀριστερὸν ὦμον καὶ εἶχε σταυροειδῆ ἐλάσματα (κανόνας), ἅτινα ἐχρησίμευον ὡς λαβαί, Ὅμ. - Ὅτε δὲ ὁ τελαμὼν καὶ οἱ κανόνες ἀντικατεστάθησαν διὰ τοῦ ὀχάνου, προσετέθη καὶ ὁ πόρπαξ· ὅστις πιθανῶς ἦτο κρίκος τις ὅστις εὐκόλως ἠδύνατο νὰ ἀφαιρεθῇ, ὥστε νὰ καθίσταται ἡ ἀσπὶς ἄχρηστος, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 849 κἑξ., καὶ ἴδε Lessing (Antiq. Briefe Th. 2, σ. 51)· ἢ ἴσως οἱ πόρπακες ἦσαν ἱμάντες καθηλωμένοι ἢ ἐρραμμένοι κατὰ μικρὰ διαστήματα κυκλικῶς περὶ τὴν ἐσωτερικὴν περιφέρειαν τῆς ἀσπίδος, ὡς ἀπεικονίζονται ἐπί τινος ἀρχαίου ἀγγείου (ἴδε Λεξ. Ἀρχαιοτ.), ὅθενφράσις πολυρράφῳ πόρπακι παρὰ Σοφ. ἐν Αἴ. 576. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὄχανον· ὁ τῆς ἀσπίδος πόρπαξ. καὶ ὁ δεσμός. καὶ ὅπου ἐμβάλλουσι τὰς τρίχας» (ἴσως διορθωτ. τὰς χεῖρας).

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
v. ὀχάνη.
Étymologie: ἔχω.

Greek Monotonic

ὄχᾰνον: τό (ἔχω), λαβή ασπίδας, η στερεωμένη ταινία στις δύο άκρες του εσωτερικού της, μέσα από την οποία περνούσε το χέρι του αυτός που κρατούσε την ασπίδα, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ὄχᾰνον: τό (ременная) рукоять щита Her., Luc.

Middle Liddell

ὄχᾰ˘νον, ου, τό, [ἔχω]
the holder of a shield, a bar across the hollow of the shield, through which the bearer passed his arm, Hdt.