ὠκύτης
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
ητος, Dor. ὤκυ-τας, ἡ, A swiftness, fleetness, Pi.P.11.50, E.Ba.1090, Pl.Ax.364c, Arr.An.1.1.13, Hippodam. ap. Stob.4.39.26; ὠ. ψυχῆς Onos.1.7.
Greek (Liddell-Scott)
ὠκύτης: -ητος, ἡ, ταχύτης, ὀξύτης, σπουδή, Πινδ. Π. 11. 75, Εὐρ. Βάκχ. 1090· ὡσαύτως παρὰ Πλάτ. ἐν Ἀξιόχ. 364C, Ἀρρ. Ἀν. 1. 1, 17, Τακτ. 44, Γαλην. τ. 4, σ. 126, 9, κλπ.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
vitesse, agilité, promptitude.
Étymologie: ὠκύς.
Greek Monotonic
ὠκύτης: -ητος, ἡ, ταχύτητα, γρηγοράδα, οξύτητα, βιασύνη, σε Πίνδ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ὠκύτης: ητος (ῠ) ἡ быстрота, скорость Pind., Eur. etc.
Middle Liddell
ὠκύτης, ητος, ἡ,
quickness, swiftness, fleetness, speed, Pind., Eur.