βραχύβωλος

From LSJ
Revision as of 20:45, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρᾰχῠβωλος Medium diacritics: βραχύβωλος Low diacritics: βραχύβωλος Capitals: ΒΡΑΧΥΒΩΛΟΣ
Transliteration A: brachýbōlos Transliteration B: brachybōlos Transliteration C: vrachyvolos Beta Code: braxu/bwlos

English (LSJ)

ον, A with small or few clods, β. χέρσος a small spot of ground, AP6.238 (Apollonid.): Ἴκος ib.7.2 (Antip. Sid.).

German (Pape)

[Seite 462] kurzschollig, χέρσος, d. i. ein kleines Stück Land, Apollond. 5 (VI, 238); vgl. Ant. Sid. 69 (VII, 2).

Greek (Liddell-Scott)

βρᾰχύβωλος: -ον, ὁ ὀλίγους ἔχων βώλους γῆς, β. χέρσος, μικρὸν μέρος ἐδάφους, Ἀνθ. ΙΙ. 6. 238, πρβλ. 7. 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux petites mottes de terre, càd au sol maigre.
Étymologie: βραχύς, βῶλος.

Spanish (DGE)

(βρᾰχύβωλος) -ον

• Prosodia: [-ῠ-]
con pocos o pequeños terrones e.d. pequeño χέρσος AP 6.238 (Apollonid.), Ἴκος AP 7.2 (Antip.Sid.).

Greek Monolingual

βραχύβωλος, -ον (Α)
(για κτήμα) μικρός και με λίγο χώμα, άγονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς + βώλος «μικρός όγκος χώματος σε οργωμένη γη
τμήμα γης, χωράφι» (πρβλ. δύσβωλος, πολύβωλος)].

Greek Monotonic

βρᾰχύβωλος: -ον, αυτός που έχει μικρούς ή ολίγους (σ)βώλους χώματος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

βρᾰχύβωλος: малоземельный: β. χέρσος Anth. маленький клочок земли.

Middle Liddell

with small or few clods, Anth.