γειώρας
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
ου, ὁ, A sojourner, LXXIs.14.1, Ph.1.417. 2 proselyte, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
γειώρας: -ου, ὁ, ἔπηλυς, ξένος, παρεπίδημος, Ἑβδ., Φίλων 1. 417·― προσήλυτος, Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): γιώρας LXX Is.14.1; γηόρας Iust.Phil.Dial.122.1; γηώρας Cyr.Al.M.70.365C
palabra hebr. extranjero residente en un país gener. ref. al converso al judaísmo γηόρας καὶ προσήλυτοι Iust.Phil.l.c.
•identificado como prosélito ἔν τε τοῖς γειώραις καὶ αὐτόχθοσιν τῆς γῆς LXX Ex.12.19, γ. εἰμὶ ἐν γῇ ἀλλοτρίᾳ l. de LXX Ex.2.22 en Ph.1.417, γ. τῇ Ἑλλάδι φωνῇ ὁ προσήλυτος ἑρμηνεύεται Thdt.Is.14.1, cf. LXX l.c., Afric.Ep.Arist.5, Cyr.Al.l.c., Hsch.
Greek Monolingual
γειώρας και γειώρης, ο (Α)
ο ξένος, ο περαστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη εβραϊκής προελεύσεως, κατά τον Sophocles, από τον οποίο θεωρήθηκε εσφαλμένη η άποψη τών Βυζαντινών ότι η λ. είναι σύνθετη από τα γη και ώρα].