αλλοίος
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
Greek Monolingual
ἀλλοῖος, -α, -ον (Α) (συγκριτικά αλλοιότερος και αλλοιέστερος)
1. ο άλλου είδους, άλλης φύσεως, αλλιώτικος, διαφορετικός
2. (κατ’ ευφημισμό) αντί του κακός
3. ο υποκείμενος σε διαφοροποίηση
4. επίρρ. άλλοίως, κατά άλλο τρόπο, διαφορετικά
(στον συγκριτικό) ἀλλοιότερον και ἀλλοιοτέρως, χειρότερα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄλλος
το επίθημα –οῖος αναλογικά προς τα ποῖος, τοῖος, οἷος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλλοιότης, ἀλλοιώδης, ἀλλοιωπός
αρχ.-μσν.
ἀλλοιῶ
νεοελλ.
αλλοιώνω, αλλοιώτικος.
ΣΥΝΘ. ἀλλοιόμορφος
αρχ.
ἀλλοιόστροφος, ἀλλοιοσχήμων, ἀλλοιότροπος
νεοελλ.
αλλοιόσχημος].